Ο Ντέγιαν Στάνκοβιτς γεννήθηκε 11 Σεπτεμβρίου του 1978, στο προάστιο Ζέμουν του Βελιγραδίου της ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας. Ο πρώην παίκτης του Ερυθρού Αστέρα, της Λάτσιο και της Ίντερ αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες φιγούρες και έναν από τους πιο προικισμένους ποδοσφαιριστές που έβγαλαν τα Βαλκάνια την τελευταία εικοσαετία.
Ο Στάνκοβιτς ξεκίνησε την πορεία του από τις ακαδημίες Τελεόπτικ της Σερβίας, για να μεταπηδήσει στη συνέχεια, σε ηλικία 14 ετών, στον Ερυθρό Αστέρα. Κάνοντας ντεμπούτο το 1995, ο Στάνκοβιτς έγινε γρήγορα βασικός και αναντικατάστατος, υπό τις οδηγίες του πρώην προπονητή του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού Λιούμπκο Πέτροβιτς, φτάνοντας να γίνει μάλιστα και ο νεώτερος αρχηγός στην ιστορία της ομάδας, σε ηλικία μόλις 19 ετών.
Το καλοκαίρι του 1998 πήρε μεταγραφή στη Λάτσιο, έναντι 24 εκατομμυρίων Ευρώ. Έτσι άνοιξε η αυλαία της παρουσίας του στο ιταλικό πρωτάθλημα, στο οποίο αγωνίστηκε για την υπόλοιπη καριέρα του.
Παρά τη φοβερή πληρότητα που είχε στο κέντρο τότε η Λάτσιο (Νέντβεντ, Βερόν, Σιμεόνε, αργότερα ο Μεντιέτα και άλλοι), ο Ντέγιαν Στάνκοβιτς γρήγορα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ομάδας, κερδίζοντας και την αγάπη των οπαδών της. Αυτοί ήταν που του χάρισαν το παρατσούκλι «Ο Δράκος», λόγω της επιβλητικής παρουσίας του στο γήπεδο. Ήταν παρών στην κατάκτηση του πρωταθλήματος από τη Λάτσιο το 2000, όπου κατέκτησαν τον τίτλο, παρότι το Μάρτιο βρίσκονταν 9 πόντους πίσω από τη Γιουβέντους.
Η σταδιακή παρακμή στην οποία οδήγησαν τα οικονομικά αδιέξοδα τη Λάτσιο έφεραν μερικά χρόνια μετά και τον Στάνκοβιτς στην πόρτα της εξόδου από την ομάδα και η Ίντερ ήταν εκεί για να πάρει την ευκαιρία. Μεταγράφηκε τον Φεβρουάριο του 2004 στην ομάδα του Μιλάνου, στην οποία έμελλε να γράψει τα σημαντικότερα επιτεύγματα της καριέρας του.
Πρωταθλήματα, Κύπελλα και φυσικά το Τσάμπιονς Λιγκ της σεζόν 2009-10 εντάχθηκαν στην τροπαιοθήκη του Σέρβου μέσου. Παρά τα προβλήματα τραυματισμού και τις, σχεδόν συνεχείς, αλλαγές προπονητών που αντιμετώπισε στην Ίντερ, ο Ντέγιαν Στάνκοβιτς είχε κι εκεί κομβικό ρόλο στα εννέα χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της. Αγαπήθηκε από τον κόσμο για τη δημιουργικότητά του, την αφοσίωσή του στην ομάδα και τη δίψα του για νίκη.
Εκτός από τις διακρίσεις του σε συλλογικό επίπεδο, αλλά και ατομικά, αλησμόνητο είναι και το γκολ που πέτυχε ο Στάνκοβιτς εναντίον της Σάλκε στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ της σεζόν 2010-2011. Παρότι τελικά η Ίντερ ηττήθηκε στο παιχνίδι με 2-5, κανείς δε μπορεί να ξεχάσει το απίθανο γκολ του απο το κέντρο, όταν ο Μάνουελ Νόιερ έκανε μια λάθος έξοδο. Η μπάλα στρώθηκε στον Σέρβο, που με ένα φοβερό βολέ την έστειλε στα δίχτυα και πανηγύρισε έξαλλα, όπως το συνήθιζε.
Εκτός φυσικά της καριέρας του σε συλλογικό επίπεδο, ο Στάνκοβιτς αποτέλεσε και αναπόσπαστο κομμάτι των εθνικών ομάδων στις οποίες συμμετείχε για περισσότερα από 10 χρόνια. Μιλώ για ομάδες, γιατί ο Σέρβος είναι και ο κάτοχος ενός ιδιαίτερου ρεκόρ, όντας ο πρώτος παίκτης που αγωνίστηκε σε διοργανώσεις της ΦΙΦΑ με τρεις διαφορετικές εθνικές ομάδες.
Αγωνίστηκε με τη Γιουγκοσλαβία (ακόμη κατέβαινε ενωμένη, πλην φυσικά των χωρών που είχαν ήδη αποχωρήσει), το 1998 στο Μουντιάλ της Γαλλίας, με τη Σερβία – Μαυροβούνιο στη Γερμανία το 2006 και με τη Σερβία, μετά την απόσπαση και του Μαυροβουνίου στο Μουντιάλ της Ν. Αφρικής το 2010.
Συνολικά, ο Ντέγιαν Στάνκοβιτς ήταν ένας από τους πιο προικισμένους ποδοσφαιριστές της εποχής του, με τρομερά τεχνικά χαρακτηριστικά, ηγετική προσωπικότητα που έβγαινε μπροστά στα δύσκολα, ένας πραγματικός αρχηγός, ο οποίος ήξερε να παίρνει την ομάδα στις πλάτες του και να μην κρύβεται όταν η μπάλα «έκαιγε». Όπως και για πολλούς ακόμη ποδοσφαιριστές από την πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία, δε μπορούμε παρά να αναρωτιώμαστε που θα μπορούσαν να είχαν φτάσει, αν ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε διαλύσει για πάντα τη χώρα, και οι ποδοσφαιριστές από Σερβία, Κροατία, Σλοβενία και τις υπόλοιπες χώρες της κάποτε ισχυρής ομοσπονδίας, κατέβαιναν ακόμη ως μία ομάδα στις διεθνείς διοργανώσεις.