Αν κάτι μας λείπει σίγουρα από το ελληνικό σινεμά τόσο τα τελευταία χρόνια, όσο και γενικώς, αυτό είναι με βεβαιότητα οι ταινίες που σχετίζονται με τον αθλητισμο. Αν εξαιρεθούν μερικά αξιόλογα ντοκιμαντέρ κυρίως σχετικά με το ποδόσφαιρο, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι παραγωγές των συνδρομητικών καναλιών, το είδος δεν είναι και πολύ δημοφιλές στην Ελλάδα.
Κι αν η χώρα μας δεν έχει και καμιά χαώδη αθλητική ιστορία, το πιο ηρωϊκό της κεφάλαιο, αναμέναμε μέχρι σήμερα για να γίνει κάποιου είδους ταινία ή ντοκιμαντέρ. Ο λόγος φυσικά για το Euro του 2004 στην Πορτογαλία, το οποίο ζωντάνεψε μέσα από την ταινία «Βασιλιάς Όττο» του Κρίστοφερ Μαρκς που μόλις έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους.
Φυσικά, το Euro του 2004 είναι εντυπωμένο στις αναμνήσεις όλων μας και η ταινία «Βασιλιάς Όττο» είναι μια αρκετά καλή επισκόπηση του πως αυτή η ομάδα, με αυτόν τον προπονητή, έφτασαν μέχρι την κορυφή της Ευρώπης, κερδίζοντας στο δρόμο τους μερικές από τις κορυφαίες ομάδες της διοργάνωσης.
Η ταινία ξεκινά, χωρίς ωστόσο να επιμένει πολύ, από τα – δύσκολα – παιδικά χρόνια του Ρεχάγκελ στη Γερμανία, όταν κρύβονταν στα ορυχεία για να γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στη γενέτειρά του το Έσσεν, όταν οι Γερμανοί είχαν χάσει πια το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η συνέχεια βρήκε τον Όττο να κερδίζει τίτλους και αναγνώριση στη Γερμανία, πριν του παρουσιαστεί το 2001 η ευκαιρία να προπονήσει την εθνική Ελλάδος, μια ομάδα που χαρακτηρίζεται «Περιοδεύων Θίασος» από τον τότε πρόεδρο της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Βασίλη Γκαγκάτση.
Η συνέχεια λίγο – πολύ γνωστή σε όλους, με την Ελλάδα να προκρίνεται στα τελικά του Euro της Πορτογαλίας και να φτάνει μέχρι την κατάκτηση του κυπέλλου, απέναντι στους οικοδεσπότες. Εστιάζοντας στις αντιδράσεις τόσο εντός, όσο – κυρίως – εκτός Ελλάδος, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει να ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της αθλητικής δραστηριότητας, δίνοντας στο θεατή μια αρκετά καλή συνολική εικόνα.
Οφείλω να ομολογήσω πως, όντας άνθρωπος που όλα αυτά τα χρόνια έχει δει, ακούσει και διαβάσει σχεδόν όλα όσα έχουν ειπωθεί ή γραφτεί για την εθνική ομάδα του Euro του 2004, δεν υπήρξε κάποιο σημείο της ταινίας που να είδα κάτι το οποίο δε γνώριζα ως τη στιγμή που ξεκίνησε η ταινία.
Με μεγάλη μου χαρά συνειδητοποίησα ωστόσο πως, στα μάτια ενός θεατή που γνωρίζει λίγα ή και καθόλου σχετικά με την ιστορία εκείνου του τρελού καλοκαιριού στην Πορτογαλία, η ταινία δίνει μία αρκετά «γεμάτη» εικόνα για τα όσα έλαβαν χώρα στο Euro του 2004.
Φυσικά, όπως γίνεται πάντα, την παράσταση την κλέβει ο μεγάλος Όττο. Τα αποσπάσματα που απόλαυσα περισσότερο από την ταινία ήταν αυτά της συνέντευξης στον σκηνοθέτη της ταινίας, όπου απαντά στα ερωτήματά του, καθισμένος σε μια πολυθρόνα που προσιδιάζει σε θρόνο.
Εκτός της δεδομένης απορίας όλων μας νομίζω, για το πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος είκοσι χρόνια μετά την Πορτογαλία να μην έχει γεράσει στην όψη σχεδόν καθόλου, είναι πάντα ιδιαίτερη η χαρά μου όταν τον βλέπω να περιγράφει τα γεγονότα με την παραστατικότητα που τον διακρίνει.
Μπορεί να ήταν φυσικά, ως προπονητής, υπέρμαχος της πειθαρχίας, όμως ο Ρεχάγκελ κάθε άλλο παρά τυπικός Γερμανός ήταν ποτέ, τουλάχιστον με τον τρόπο που έχουν οι Έλληνες τους Γερμανούς στο κεφάλι τους. Και αυτό βέβαια εξηγεί πολλά για τη σχέση που ανέπτυξε τελικά με τους Έλληνες.
Συνολικά, σίγουρα ο «Βασιλιάς Όττο» δεν είναι μία από τις καλύτερες αθλητικές ταινίες που έχω δει. Είναι όμως μια αρκετά καλή απεικόνιση των όσων έγιναν εκείνο το καλοκαίρι και, ακόμα σημαντικότερο, έρχεται με φόρα για να «βάλει στο παιχνίδι» κι ένα είδος που χαρακτηρίζεται από ένδεια στο ελληνόφωνο σινεμά, τις αθλητικές ταινίες. Και εις ανώτερα.