Η πρώτη ταινία της τριλογίας του Σταύρου Τσιώλη για τις γυναίκες είναι το «Παρακαλώ, Γυναίκες, Μην Κλαίτε» [οι άλλες 2 είναι το «Ας περιμένουν οι γυναίκες»(1998) και το «Γυναίκες που πέρασαν από εδώ» (2018)]. Γυρισμένη το 1992 στην ορεινή Αρκαδία και αφηγείται τη ζωή 2 αγιογράφων, του Θεοφάνη (Δημήτρης Βλάχος) που είναι και ο μεγαλύτερος εν ζωή αγιογράφος και του πιστού βοηθού του, του Θεοδόση (Αργύρης Μπακιρτζής).
Οι 2 αγιογράφοι φτάνουν αργοπορημένοι σε ένα πανηγύρι που πραγματοποιούνταν σε ένα χωριό στην ορεινή Αρκαδία. Αφού τελικά βρίσκουν το ξωκλήσσι του 15ου αιώνα, για το οποίο έχουν συμβόλαιο με την τοπική κοινότητα για να αναπαλαιώσουν τις τοιχογραφίες, αυτοί θα στήσουν τις σκηνές τους, θα αρχίσουν να φιλοσοφούν για διάφορα ζητήματα τόσο της προσωπικής τους ζωής, π.χ για τη Σούλα που ήταν η καψούρα του Θεοδόση και τον Χαραλαμπόπουλο που τελικά του την πήρε, όσο και για ζητήματα γενικά, όπως για την αστρονομία, τις μεταπωλήσεις αντικειμένων που αγοράζουν από πλανόδιους κ.ο.κ.
Αναβάλλουν συνέχεια τη δουλειά που τους έχει ανατεθεί, νοιάζονται μόνο για την καλοπέρασή τους και πώς θα βγάλουν λεφτά, με ενδεικτικά παραδείγματα την δημοπρασία που πραγματοποιούν στο δημόσιο θεατράκι πουλώντας άχρηστα αντικείμενα ως αντικείμενα ιστορικής αξίας, πχ την πολυθρόνα του βασιλέως, ενώ μάλιστα έχουν βάλει και αντίτιμο για να μπαίνει κάποιος στην εκκλησία! Ο Θεοδόσης, όταν δε συζητά για τη Σούλα, έχει στο μυαλό του την Άννα, τη ζωγράφο που έρχεται για να μάθει την τέχνη της αγιογραφίας δίπλα στον Θεοφάνη, ή πιο πριν την γυναίκα του χωριού που παρατηρούσε με το τηλεσκόπιο.
Καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την κατάσταση που επικρατούσε στην ελληνική επαρχία στη δεκαετία του 1990. Πλανόδιοι που πουλούσαν κάποια πραμάτεια ή παρουσιαζόταν ως κάτι το σημαντικό σε γιαγιάδες και παππούδες, τσαρλατάνοι που προσπαθούν να βγάλουν λεφτά με κάθε πιθανό τρόπο, ρομαντικές ψυχές που νιώθουν να μην αντέχουν την εποχή τους· όλοι αυτοί δίνουν την εντύπωση ενός παραλογισμού, που δε καταλαβαίνεις πότε είναι ψευδαίσθηση και πότε πραγματικότητα.
Ο Αργύρης Μπακιρτζής δίνει μια καταπληκτική εμφάνιση και στην ουσία είναι ο στυλοβάτης της ταινίας. Ωστόσο, θα ήταν άδικο για την ταινία αν γινόταν σύγκρισή της με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», καθώς στην περίπτωση της τελευταίας, εκτός από την ύπαρξη του αχτύπητου δίδυμου Μπουλά-Ζουγανέλη, θέτει και ζητήματα που άπτονταν πιο πολύ της καθημερινότητάς μας, όπως το ποδόσφαιρο, η πολιτική, η ζωή στις πόλεις κλπ. Αντιθέτως, στο «Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε», έχουμε να κάνουμε πιο πολύ με ένα είδος ρομαντισμού και ονειροπόλησης της επαρχίας που χάνεται, παρά τα πολλά αρνητικά της, τα οποία, ωστόσο, παρουσιάζονται με έναν χιουμοριστικό και αγνό τρόπο, που σίγουρα δε σε κάνει να τα μισήσεις.
Το «Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε» είναι σίγουρα μια ταινία που δεν είναι κωμωδία με τη συμβατική έννοια του όρου. Πόσο μάλιστα, εφόσον μας αφήνει μια πικρή γεύση στο τέλος. Ίσως είναι από τις ταινίες που χρειάζονται και μια δεύτερη προβολή για να εκτιμηθούν καλύτερα.