Μπορεί το όνομα Τζιανλούκα Βιάλι να μη λέει και πολλά στους νεώτερους, όμως ο Ιταλός επιθετικός, ο οποίος γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1964, ήταν ένας εκ των κορυφαίων επιθετικών της δεκαετίας του ’90 και ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές της χώρας του στην εποχή του.
Η πορεία του ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 από την Κρεμονέζε, με την οποία αγωνίστηκε στην δεύτερη και την Τρίτη κατηγορία του Ιταλικού ποδοσφαίρου, πριν πάρει μεταγραφή το 1984 για τη Σαμπντόρια. Εκεί αγωνίστηκε για 8 σεζόν, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις σημαντικότερες στιγμές της ομάδας της Γένοβας. 223 παιχνίδια πρωταθλήματος, 85 γκολ, ένα πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, τρία Κύπελλα Ιταλίας κι ένα Σούπερ Καπ, ενώ κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Ευρώπης (πρόδρομος του Τσάμπιονς Λιγκ), απέναντι στη Μπαρτσελόνα, το 1992.
Η συνέχεια, περίπου αυτονόητη για πολλούς Ιταλούς ποδοσφαιριστές, με τη Γιουβέντους να βγάζει ποσό-ρεκόρ για την εποχή από τα ταμεία της για να τον κάνει δικό της. Στο Τορίνο αγωνίζεται για 4 χρόνια, «γράφοντας» 102 συμμετοχές στη Serie A, με 38 γκολ. Κέρδισε το κύπελλο UEFA το 1992, το πρωτάθλημα και το κύπελλο της σεζόν 1994-95, όπως και το Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης σεζόν. Αγαπήθηκε και δέθηκε με τους «μπιανκονέρι», πριν δοκιμάσει την τύχη του σε άλλες πολιτείες.
Όταν εντάχθηκε στην Τσέλσι το 1996, μάλλον δεν είχε υπόψη του πόσο θα δένονταν με την ομάδα του Λονδίνου. Ως παίκτης, αγωνίστηκε σε 58 παιχνίδια πρωταθλήματος, σκοράροντας 21 φορές και κερδίζοντας τον παλαιότερο ποδοσφαιρικό θεσμό,το Κύπελλο Αγγλίας, στην πρώτη του χρονιά, τη σεζόν 1996-97. Όταν το Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς ο Ρουντ Γκούλιτ απολύθηκε από τον πάγκο της ομάδας, ο Τζιανλούκα Βιάλι ανέλαβε άμεσα παίκτης-προπονητής του συλλόγου.
Αναλαμβάνοντας την Τσέλσι, έγινε ένας από τους ελάχιστους προπονητές που κατάφεραν από την πρώτη τους σεζόν (1997-98) να κερδίσουν όχι έναν, αλλά δύο τίτλους. Κέρδισε το αγγλικό Λιγκ Καπ και το Κύπελλο Κυπελλούχων, έχοντας ακόμη ρόλο στην ομάδα. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση στο τελευταίο παιχνίδι εκείνης της σεζόν, σκοράροντας εναντίον της Ντέρμπι Κάουντι.
Η συνέχεια ήταν εξίσου καλή για τον Βιάλι, φτιάχνοντας μια εξαιρετική ομάδα, η οποία έφτασε το 1999 στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ (η ομαδάρα του Τζόλα, του Φλο και των υπολοίπων, για όσους θυμούνται) και κατέκτησε το κύπελλο της σεζόν 1999-00 και το Τσάριτι Σιλντ της επόμενης. Η φθορά ήρθε μοιραία και το Σεπτέμβριο του 2000, απομακρύνθηκε από τον πάγκο της ομάδας. Έκτοτε, η μοναδική ομάδα στης οποίας τον πάγκο έκατσε ξανά ήταν η Γουότφορντ από τον Ιούνιο του 2001, ως τον Ιούνιο του 2002. Εδώ και αρκετά χρόνια, είναι σχολιαστής ποδοσφαίρου για την Ιταλική τηλεόραση, ενώ ήταν μέλος του τεχνικού τιμ της Εθνικής Ιταλίας και κατά τη διάρκεια του Euro 2020.
Ο Τζιανλούκα Βιάλι αποτέλεσε έμπνευση για τους νεότερους ποδοσφαιριστές της «Σκουάντρα Ατζούρα» και όχι μόνο, αφού η περιπέτειά του και η πορεία του αποτέλεσαν οδηγό και καθοδήγηση για την ομάδα του Ρομπέρτο Μαντσίνι, η οποία ξεχώρισε για τη μαχητικότητά της και τελικά έφτασε μέχρι την κατάκτηση του τροπαίου, κερδίζοντας στον τελικό την Αγγλία μέσα στο Γουέμπλεϊ.
Το 2018, μέσα από την αυτοβιογραφία του, ο Ιταλός μίλησε για πρώτη φορά ανοικτά για τη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο. Όπως λέει, για να κερδίσει τη μάχη με την αρρώστια, ο Βιάλι έπρεπε να περάσει χειρουργείο και περισσότερους από 9 μήνες θεραπείας, κατά τη διάρκεια των οποίων φορούσε φούτερ κάτω από το πουκάμισό του, ούτως ώστε να μη γίνει αντιληπτό το πόσο τον είχε επηρεάσει ο καρκίνος σωματικά.
Μέσα από την ιστορία του, ο Τζιανλούκα Βιάλι αποζητά να εμπνεύσει κόσμο που περνά παρόμοια προβλήματα, ενώ όπως λέει χαρακτηριστικά, η φράση που τον καθοδηγούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της αρρώστιας του ήταν πως: «Το σημαντικό δεν είναι να κερδίζεις, αλλά να σκέφτεσαι πως είσαι ήδη νικητής. Η ζωή είναι 10% τα όσα μας συμβαίνουν και 90% πως τα αντιμετωπίζουμε. Ελπίζω ότι η ιστορία μου θα βοηθήσει άλλους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα όσα τους συμβαίνουν.»