Το «Φτάσαμεε», είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτών που ονομάζουμε «Κρυμμένα διαμάντια».
Το γνωρίζω αγαπητέ αναγνώστη, ότι μπορεί με το σημερινό κείμενο μπορεί να μη σου λέω τίποτα καινούριο, όμως ένιωσα την ανάγκη να γράψω μερικές αράδες για ένα από τα αριστουργήματα του Σταύρου Τσιώλη από το μακρινό – πλέον – 2004, το αγαπημένο «Φτάσαμεε».
Όλοι πλέον σχεδόν στο ελληνικό ίντερνετ έχουν πάρει χαμπάρι το αδαμαντωρυχείο ατάκας και καλτ καταστάσεων που λέγεται «ελληνικός κινηματογράφος». Κάποτε, εκεί που λέγαμε ατάκες και γελούσαμε μόνοι μας σα τους χαζούς, όλο και περισσότεροι πλέον στις παρέες, στα φόρουμ και στο ίντερνετ γενικά, απαγγέλουν, γράφουν και γελάνε με ατάκες όπως το «ψήφισε η μάνα μου Νέα Δημοκρατία;», από το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», το «Ηλία ρίχτο» από το «Όλα είναι Δρόμος», το «Πως τους πετσόκοψες έτσι» από το «Μικρό Ψάρι» κι αρκετές ακόμη. Σημάδι πως ο κόσμος μας μπορεί και γίνεται καλύτερος.
Και σας ρωτάω σήμερα αγαπητοί φίλοι. Που είναι οι σπονδές που αρμόζουν στην κορυφαία ίσως προσωπική σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου, τον μεγαλειώδη λόγο του Λάκη (Μάκης Κοντιζάς), όταν του ζητάνε το λόγο για τον οποίο τους χρεώνει τόσο τα τραγούδια του; Με διαφορά η κορυφαία σκηνή, που ξεκινά με την τρομερή ατάκα του πρωταγωνιστή «Εγώ τώρα γιατί να σου απαντήσω; Να σε πάρω από το νηπιαγωγείο, να σε πάω πανεπιστήμιο;»
Η βασική πλοκή της ταινίας αφορά τις ακροάσεις για την ορχήστρα του υπαίθριου μουσικού κέντρου «The River». Για τη θέση παλεύουν μουσικοί και τραγουδιστές από όλη την Ελλάδα, λόγω και ενός μεγάλου συνεδρίου της ελληνοαμερικανικής κοινότητας που ξεκινάει στους Δελφούς.
Εκτός του στιχουργού Λάκη, πρωταγωνιστικό ρόλο έχει και σε αυτή την ταινία του Σταύρου Τσιώλη ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο οποίος παίζει το ρόλο του περιφερόμενου καντινιέρη, του οποίου μάλιστα ατάκα είναι και ο τίτλος της ταινιας. Ο Ζουγανέλης έχει το ρόλο του κεντρικού παρατηρητή στα όσα λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στους μουσικούς και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ταινίας.
Στην ταινία φυσικά βλέπουμε και λίγο Αργύρη Μπακιρτζή, τον Χριστόφορο Ζαραλίκο, ενώ ωραίο ρόλο με τίμιους μονολόγους έχει και ο Παύλος Κοντογιαννίδης. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως στην ταινία εμφανίζονται άπειρες μεγάλες μορφές του λαϊκού τραγουδιού. Από τον Τάσο Μπουγά και τον Χάρη Κωστόπουλο, ως και τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες μουσικούς του ελληνικού παραδοσιακού τραγουδιού, από την ταινία παρελαύνει η αφρόκρεμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού της εποχής.
Έτσι κι αλλιώς η ταινία του Τσιώλη είναι μια σπονδή στους μουσικούς του λαϊκού τραγουδιού. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε σημειώσει, όσο ακόμη ήταν εν ζωή, για το «Φτάσαμεε» πως « Έκανα αυτή την ταινία για να αποτίσω έναν φόρο τιμής σε αυτούς τους μεγάλους μουσικούς μας που έρχονται απευθείας από το Βυζάντιο, οι οποίοι δεν έχουν όνομα, σαν τους μεγάλους αγιογράφους. Επί χίλια χρόνια η ανθρωπότητα ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα, τη μάνα που κρατάει ένα παιδί. Η Παναγία είναι η μεγάλη αγιογραφία. Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι όσο αυτή η αγιογραφία προχώραγε και περιέγραφε τον κόσμο, την ακολουθούσε μια μουσική των πανηγυριών και των γάμων. Αυτοί είναι οι λοιπόν οι συνεχιστές τους, οι Μπέκοι».
Μη χάνετε λοιπόν άλλο χρόνο αγαπητοί φίλοι. Δώστε μία ευκαιρία στο αριστούργημα του Σταύρου Τσιώλη, αφού εκτός από το ξέσπασμα του Λάκη, θα σας δοθεί και η ευκαιρία να απολαύσετε τον Παύλο Κοντογιαννίδη σε ένα από τα πιο αγαπημένα λαϊκά του κινηματογράφου της εποχής, σε μουσική του Ζουγανέλη και τους εκπληκτικούς στίχους του σκηνοθέτη της ταινίας. Μεγαλείο.
Στο τελευταίο μου ποτό μπήκες στην πόρτα
Τώρα που σβήνουνε στο μπαρ τα τελευταία φώτα
Και έχω ένα χρόνο που μετρώ πληγές στο σώμα
και σε περίμενα να ρθεις με την ψυχή στο στόμα
Και τι έγινε που ήρθες και τι έγινε
Σαν αιώνας βγήκε ο χρόνος
σαν φωτιά έκαιγε ο πόνος που δεν έσβηνε.