Γιατί με τον θεό cult θρύλο Bruce Campbell στον ρόλο του Ashley Williams, την ηγετική παρουσία του άλλου θρύλου, Sam Raimi, σε ρόλο παραγωγού και σεναριογράφου μεταξώ άλλων, και τους υπόλοιπους συντελεστές να είναι σε μεγάλα κέφια, το αποτέλεσμα ήταν ήδη 3-0 από τα αποδυτήρια. ΔΕΝ γίνεται να μην είναι διασκεδαστικό μια σειρά με αυτούς τους συντελεστές και με τίτλο “Ash vs Evil Dead”, το θέμα είναι ΠΟΣΟ θα είναι και όχι ΑΝ. Και πραγματικά, είναι πολύ.
Κατ’αρχάς καλό θα ήταν όποιος γουστάρει να δει την ατελείωτη δράση, αιματοχυσία αλλά και την διασκέδαση πάντα που προσφέρει η σειρά, να δει πρώτα τις πρώτες 3 κλασικές ταινίες της τριλογίας του Sam Raimi: Evil Dead (1981), Evil Dead II (1987) και Army Of Darkness (1992). Αυτό περισσότερο να αποκτήσει περισσότερη εξοικίωση με την σκηνοθετική και σεναριακή φιλοσοφία τους που ακολουθεί πιστά η σειρά. Πιστεύω όλοι όσοι το είδαμε θα φωνάξαμε στο τέλος του πρώτου επεισοδίου (πιο σκηνοθεσία Raimi πεθαίνεις): “ναι γαμώ το Necronomicon, ο Ash και ο Sam επέστρεψαν!”. Γενικότερα η σειρά έχει και την βαρβαρότητα της πρώτης ταινίας, την ευφάνταστη δημιουργικότητα της δεύτερης αλλά και την χαλαρή, χαβαλετζίδικη και κωμική διάθεση της τρίτης. Αρχικά ήταν να κυκλοφορήσει σαν τέταρτη ταινία, αλλά γράφτηκε τόσο πολύ υλικό που θα κάλυπτε άνετα τις ανάγκες μιας σειράς.
Η σειρά βρίσκει τον Ash σε ένα τροχόσπιτο 30 χρόνια μετά την τελευταία περιπέτειά του με τους Deadites. Φοράει στήριγμα για την μέση του, αλλάζει μασέλες, έχει βαμμένο μαλλί και η μοναδική του παρέα είναι η σαύρα του, ο Eli. Τα βράδια βγαίνει σε παρακμιακά μπαρ, ενίοτε είναι τυχερός στο καμάκι που κάνει με τον μοναδικά cool τρόπο του στις γυναίκες ενώ δουλεύει σαν υπάλληλος σε ένα ηλεκτρολογικό κατάστημα με εκπτώσεις. Έχει αποφύγει κάθε υπευθυνότητα, είναι τεμπέλης ολκής, ακατάπαυστα μεγαλομανής με αυτοπεποίθηση που σοκάρει ακόμη και στις πιο σοβαρές στιγμές, με ωριμότητα 18άρη έφηβου που πάει διακοπές πριν το πανεπιστήμιο και φυσικά το κάπνισμα ουσιών είναι από τις αγαπημένες του στιγμές στην μέρα (ξεκαρδιστικό το ότι έχει βάλει ανιχτευτή στην σαύρα του που αρέσκεται να παίρνει τον μπάφο του ώστε να μην τον χάνει). Που και που θα κάνει ένα ρατσιστικό σχόλιο και γενικότερα είναι ο εχθρός του political correctness. Όπως πάντα όντας επιρρεπής στην γκάφα, σε μια βραδιά ψησίματος σε με μια ιερόδουλη και με συνοδεία ψυχοτρόπων ουσιών, θα απαγγέλει “ποίηση” από το Necronomicon και θα οδηγήσει ξανά το Κακό στον κόσμο των ζωντανών (ναι, για να ρίξει γκόμενα φτάνει σε αυτό το επίπεδο, είναι τόσο βλαμμένος που δεν γίνεται να μην τον αγαπήσεις). Και το πάρτυ ξεκινάει.
Ένα πάρτυ με τον Ashley να εκτοξεύει την μια ατακάρα μετά την άλλη, να διαμελίζει με το πριόνι ή την καραμπίνα και να έχει άξιους συμπαραστάτες τον Ουνδουρανό Pablo (ο Ash νομίζει μόνιμα είναι ότι Μεξικάνος και λαθραίος) και την Kelly που δουλεύουν μαζί. Και αν ο Ash είναι ο αδιαφιλονίκητος σταρ, οι δημιουργοί έχουν πετύχει διάνα με τους ηθοποιούς που επέλεξαν καθώς οι χαρακτήρες τους είναι επίσης διασκεδαστικοί και στις σόλο στιγμές δεν είναι βαρετοί ούτε μια στιγμή. O Pablo προσπαθεί να βρει την ψυχή του και να γίνει σπουδαίος σαν το ίνδαλμά του – τι ποιος είναι το ίνδαλμά του – και η Kelly κρύβει μια ευαίσθητη πλευρά πίσω από την σκληροτράχηλη και έτοιμη για όλα δίπλα στον μπελά που δημιουργεί ο Ash. Αλησμόνητη η ατάκα της όταν ο Pablo την πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια από τον Ash και όταν τον βλέπει λέει “oh this idiot? Are you kidding? He can’t help with anything”. Από εκεί και πέρα βλέπουμε την Lucy Lawless που πάντα αγαπάμε να βλέπουμε (η Ζήνα είναι ρε) σε μυστηριώδη ρόλο, τον αξιαγάπητο Chet (ο ηθοποιός είναι ο μικρότερος αδερφός του Raimi και υποδύεται επίσης Joxer στην Ζήνα και στον Ηρακλή) ενώ και ο Michael Hurst (Ιόλαος) σκηνοθετεί δύο από τα καλύτερα επεισόδια της σειράς. Γενικά αυτή η παλιοπαρέα συναντιέται μετά από καιρό, περνάει πολύ καλά και αυτό βγαίνει προς τα έξω.
Ο Sam Raimi είναι περήφανος για το αποτέλεσμα. Η συνεργασία με τους υπόλοιπους σκηνοθέτες έχει λειτουργήσει άψογα καθώς τα πάντα που αγαπήσαμε στην τριλογία είναι εδώ. Η αρρωστημένη βία, το cheesy, μαύρο και μερικές φορές ακόμη πιο άρρωστο χιούμορ, η χαρακτηριστική σκηνοθεσία με την γρήγορα κινούμενη κάμερα σε pov δηλώνουν παρών. Ακόμη και αν το σενάριο επαναλαμβάνεται και το στόρι γενικά είναι το ίδιο – η αιώνια μάχη ενάντια στο κακό -, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα επεισόδιο να σε κάνει να βαρεθείς (εκεί προς τη τρίτη αλλάζει λίγο είναι η αλήθεια και η σειρά κάνει κοιλιά). Ο Campbell είναι τόσο αστείος και άνετος στον ρόλο που θα έπρεπε κάποια στιγμή να βραβευτεί.
Ξεχωριστή αναφορά στο καταπληκτικό σάουντρακ που ίσως είναι από τα καλύτερα που έχει μια σειρά. Kατά βάση είναι 70’ς και 80’ς κομμάτια όλων των ειδών (κυρίως rock) και αυτό συμβαίνει γιατί οι παραγωγοί θέλουν να δείξουν τι άκουγε ο Ash πριν αντιμετωπίσει τους Deadites για πρώτη φορά. Η μουσική αντικατοπτρίζει την τελευταία φορά που ο Ash ήταν μέρος της κοινωνίας προτού σπάσει τον ομφάλιο λώρο με την ωριμότητα, τις ευθύνες και τα υπόλοιπα κοινωνικά και προσωπικά βάρη.
Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι είναι από τις ελάχιστες σειρές που αξίζουν αρχικά να τις δει κάποιος μόνο για τον πρωταγωνιστή της. Είναι πολύ δύσκολο να περιγραφτεί πόσο εξοργιστικά αστείος είναι ο Campbell. Ας πούμε ότι συχνά πατάμε το πίσω βελάκι στις σκηνές του ώστε να ξανακούσουμε τις ατακάρες του πριν και μετά αφού σκοτώσει τους δαίμονες, να πάρουμε μαθήματα πως να λες cheesy ατάκες σε κάθε λογής γυναίκα που βρίσκεται στα δύο μέτρα, να απορούμε με τις κρίσεις μεγαλομανίας του, να να να…Αλλά είπαμε δεν είναι μόνο αυτός. Η φαντασία, η δημιουργία, το χιούμορ, οι απολαυστικοί χαρακτήρες, το καταπληκτικό σάουντρακ συμβάλουν επίσης στο να πούμε χωρίς δισταγμό ότι η σειρά είναι ότι από τις πιο απολαυστικές όλων των εποχών.
Δυστυχώς, κόπηκε άδοξα μετά τη τρίτη σεζόν.
Επειδή είπαμε πολλά και θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την σειρά με μια λέξη:
Υστερόγραφο, αυτός ο φόρος τιμής στον Bruce είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω ακούσει ποτέ μου.