Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς την έκφραση “τίμιο πιτόγυρο”; Λογικά, ένα μπαμπάτσικο πιτόγυρο, με μπόλικο κρέας και πατάτες, ντοματούλα,κρεμμυδάκι και καμιά αλοιφή(ναι, έτσι το λέμε εδώ στο βορρά, γέλα όσο θες Αθηναίε φίλε μας). Όταν ακούς για “τίμιο μαγαζί”; Μάλλον μαγαζί με φθηνά και καθαρά ποτά, συν μπόλικα ξηροκάρπια για να τσιμπάς(ξέρουμε τι τζαμπατζής είσαι). Όταν όμως ακούς για “τίμιο Έλληνα ποδοσφαιριστή”, τι σου έρχεται στο μυαλό; Μα φυσικά, ο Τάσος Πάντος, η επιτομή της τιμιότητας. Πάμε να δούμε παρακάτω γιατί όμως έχουμε φτάσει να τον θυμόμαστε έτσι.
Ο Τάσος Πάντος γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1976 στην Αθήνα και έπρεπε να γίνει 19 χρονών για να πάρει συμβόλαιο στην Ποδοσφαιρκό Όμιλο Ψυχικού. Μετά από 3 χρόνια παραμονής στην ομάδα του Ψυχικού, τον ανακαλύπτει η Προοδευτική και έτσι ο Τάσος μετακομίζει στον Κορυδαλλό, όπου μάλιστα το 1998 θα αγωνιστεί για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική. Την αμέσως επόμενη χρονιά όμως, η ιστορική Προοδευτική πέφτει στη β’ κατηγορία και ξαναεπιστρέφει το 2002, για να μείνει μέχρι το 2004, όπου και ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τα λευκά και βυσσινί χρώματα της Προοδευτικής στην ‘Α Εθνική, με τα ντέρμπι της με τον Ιωνικό να κεντρίζουν πάντα το ενδιαφέρον. Όσον αφορά τον Τάσο, όχι μόνο έμεινε με την ομάδα τις χρονιές που ήταν στη Β’ Εθνική, αλλά τη βοήθησε να ανέβει το 2002, όπου ήταν βασικός και έμεινε στην ομάδα μέχρι το 2003, όπου και πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Ήταν όμως στον Κορυδαλλό που συνέβη ένα αδιανόητο γεγονός στις 8 Δεκεμβρίου 2002, όταν η Προοδευτική φιλοξενούσε την ΑΕΚ και ο Τάσος Πάντος, για κάποιον άγνωστο λόγο, βρέθηκε στην περιοχή της ΑΕΚ, πήδηξε πιο ψηλά από τον Κατσουράνη, νίκησε τον Χιώτη και σκόραρε το μοναδικό γκολ της καριέρας του στην Α’Εθνική! Δυστυχώς βίντεο δεν υπάρχει και πολλοί πιστεύουν ότι είναι αστικός θρύλος ότι έχει σκοράρει ο Πάντος, ωστόσο, το γράφουν τα στατιστικά και οι εφημερίδες, οπότε μάλλον θα ισχύει. Εμείς, πάντ-ως(τι σατανάδες που είμαστε που κάνουμε και λογοπαίγνια), πληρώνουμε αδρά όποιον έχει αυτό το βίντεο.
Και πάμε τώρα στα χρόνια του Ολυμπιακού. Αγωνίστηκε και ως δεξί και ως αριστερό μπακ. Ενώ αρχικά υπολογιζόταν για αναπληρωματικός, οι τραυματισμοί των Δημήτρη Μαυρογενίδη και Στέλιου Βενετίδη τον έκαναν βασικό και αναντικατάστατο. Με τη φανέλα του Ολυμπιακού αγωνίστηκε 7 χρόνια και κέρδισε 5 πρωταθλήματα και 4 κύπελλα, αν και τα τελευταία χρόνια οι συμμετοχές του δεν ήταν τόσες πολλές. Γιατί όμως τον θυμούνται οι φίλοι του Ολυμπιακού; Σίγουρα όχι για τις επιθετικές του αρετές. Όταν περνούσε τη σέντρα άνοιγαν πυρσοί στο γήπεδο, ενώ φήμες ότι σέντρα του έχει βρει συμπαίχτη του στη μέγαλη περιοχή αντίπαλης ομάδας δεν ευσταθούν. Αν και δεξιοπόδαρος, αγωνίστηκε πολλές φορές και αριστέρα, οπότε κάντε εικόνα πώς γινόταν οι σέντρες με το ανάποδο πόδι. Αλλά, στην άμυνα ο Τάσος ήταν κέρβερος. Μπορεί να μην είχε τις σωστές τοποθετήσεις και την ποιότητα του Μαυρογενίδη, ωστόσο, όταν έμπαινε στο γήπεδο κατέθετε την ψυχή του. Δεν άφηνε λεπτό τον αντίπαλο εξτρέμ και ήταν σκιά του. Αστείρευτα τρεχάματα από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, ακόμα κι όταν νόμιζες ότι θα κλατάρει, ο Τάσος είχε τις δυνάμεις για ένα ακόμα σπριντ. Στο παιχνίδι του Ολυμπιακού δε βοηθούσε επιθετικά, αλλά δε φαινόταν τόσο αυτό το χαρακτηριστικό όταν ο Ολυμπιακός είχε στις τάξεις του Ριβάλντο, Τζόρτζεβιτς, Στολτίδη, Γκαλέτι αργότερα, που ήταν υπεύθυνοι για την ανάπτυξη του παιχνιδιού. Ο Τάσος ήταν εκεί για να καλύπτει την πλευρά του, αλλά και να μπαλώνει τις τρύπες στην άμυνα, που ειδικά την περίοδο με Ανατολάκη, ήταν αρκετές. Το κορυφαίο μάλιστα είναι, πώς δεν κατάφερε ποτέ να σκοράρει με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Ακόμα και όταν το 2007, με τον Ολυμπιακό να κερδίζει 4-0 τον Λεβαδειακό, του δόθηκε η ιστορική ευκαιρία να σκοράρει με πέναλτι, που είχε μάλιστα τερματοφύλακα τον μεσοαμυντικό Πάρη Ανδράλα, μιας και ο τερματοφύλακας του Λεβαδειακού είχε αποβληθεί, με όλο το γήπεδο να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του, εκείνος όμως δεν τα κατάφερε, αλλά και πάλι οι φίλοι του Ολυμπιακού τον χειροκρότησαν. Δεν κατάφερε βέβαια να σκοράρει ούτε στη φιέστα του 2009, όταν πάλι εκτέλεσε πέναλτι, το έχασε, και στην επαναφορά ο Ντουντού, που ήταν αντίπαλος, σκόραρε και πανηγύρισε με τον Τάσο αγκαλιά.
Γιατί όμως τον μνημονεύουν οι φίλοι του Ολυμπιακού έπειτα από τόσα χρόνια; Μα γιατί φυσικά, τα έδινε όλα για την ομάδα. Δεν έβαζε ποτέ το εγώ του πάνω από την ομάδα, δεν παραπονέθηκε ποτέ για το γεγονός ότι είχε περιορισμένο χρόνο, ενώ μάλιστα δέχθηκε και μειώσεις των απολαβών του τα τελευταία χρόνια στην ομάδα. Τον αγάπησαν γιατί αγαπούσε τον Ολυμπιακό και όση τεχνική του έλειπε, τόσο πάθος είχε. Ανεπανάληπτη ήταν η εμφάνισή του κόντρα στην Ρεάλ Μαδρίτης, όπου κυριολεκτικά έσβησε τον Ρομπίνιο, τότε που ήταν στα πολύ πάνω του.
Γιατί όμως τον σέβονται και οι φίλοι άλλων ομάδων; Γιατί πολύ απλά δεν προκάλεσε ποτέ με τις δηλώσεις του, ήταν ήπιων τόνων, ενώ και μέσα στο γήπεδο, αν και έπαιζε σκληρά, δεν έπαιζε βρώμικα, και σεβόταν τον αντίπαλο. Χαρακτηριστικά που όσο περνάει ο καιρός εκλείπουν από τα γήπεδά μας. Επίσης, ήταν ένα κίνητρο για παίχτες και αντιπάλους το πάθος το οποίο έβγαζε και που όσο να πεις δεν περνάει απαρατήρητο και όλοι θα ήθελαν τέτοιους παίχτες στην ομάδα τους. Γιατί, μεταξύ μας, ποιος δε θέλει έναν Ριπάντο στην ομάδα του;
Μετά τον Ολυμπιακό, ο Τάσος Πάντος θα παέι στα Ιωάννινα, όπου θα αγωνιστεί για 3 χρόνια με τα χρώματα του ΠΑΣ, βοηθώντας τον μάλιστα την πρώτη χρονιά να ανέβει στην Α’Εθνική. Θα πραγματοποιήσει 80 εμφανίσεις σε 3 χρόνια, κυρίως ως δεξί μπακ, και σε ηλικία 37 ετών θα αποσυρθεί από τα ελληνικά γήπεδα, κλείνοντας μια καριέρα ονειρεμένη, γεμάτη τίτλους, δείχνοντας σε όλα τα παιδιά εκεί έξω, ότι δε χρειάζεται μόνο ταλέντο για να κάνεις καριέρα, αλλά σκληρή δουλειά και πάθος για αυτό που κάνεις. Γιατί το ποδόσφαιρο πάνω απ’όλα πρέπει να το αγαπάς και να το σέβεσαι, όπως έκανε και ο Τάσος.