Αφορμή για το άρθρο της παλιάς και αγαπημένης ταινίας Excalibur ήταν η ταινία του Guy Ritchie- “King Arthur: The Legend of the Sword”.
Ο πανέξυπνος και με το ξεχωριστό στυλ χαρισματικός σεναριογράφος / σκηνοθέτης είναι σχεδόν πάντα εγγύηση για μια καλή προβολή και αυτή την φορά το να καταπιαστεί με κάτι μυθολογικό και με το στοιχείο της φαντασίας χρησιμοποιώντας χολιγουντιανά εφέ προκαλούσε το ενδιαφέρον ακόμη παραπάνω. Πρωταγωνιστής του ο Charlie Hunnam, ο Jax Teller του “Sons of Anarchy”, ακόμη ένας λόγος να πάει να δει κάποιος την ταινία (για τις γυναίκες θαρρώ υπήρχε και δεύτερη παράμετρος πέρα από την περιέργεια για την ερμηνεία του). Η ταινία είναι διασκεδαστική και αξίζει προβολής για όσους ψάχνουν μια δίωρη κλασική χολιγουντιανή παραγωγή. Tα εφέ εντυπωσιάζουν, ο Ritchie πηγαίνει πολύ περισσότερo με τα νερά του Hollywood αλλά δεν ξεχνάει να χρησιμοποιήσει και τα δικά του συστατικά (διάλογοι, απατεωνιές στο Λονδίνο, αγγλόφατσες). Ο Hunnam είναι καλός στον ρόλο του αλλά περισσότερο είναι ο Jax Teller στην προηγούμενη ζωή του. Για όσους δεν έχουν δει την σειρά, ας αρκεστούν ότι είναι καλός σε γενικές γραμμές. Αυτοί που την έχουν δει θα τους φανεί σαν να είναι το “Knights of Anarchy”. Στο σεναριακό κομμάτι ο Ritchie προχωράει πολύ γρήγορα το όλο στόρι πίσω από τον Αρθούρο. Θαρρείς ότι κάποια πράγματα που έχουν σχέση με την μυθολογία τα έχει δεδομένα και τα πηγαίνει στο fast forward, εστιάζοντας περισσότερο στην προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του και στα εφέ.
Η ταινία έχει ωραία ατμόσφαιρα αλλά για μένα δεν συγκρίνεται καν με αυτή του Excalibur, της κλασικής ταινίας του John Boorman που έκανε πρεμιέρα το 1981.
O Boorman στην αρχή ήθελε να γυρίσει το “Lord of the Rings” αλλά δεν κατάφερε να πάρει τα δικαιώματα και στράφηκε στον μύθο του Αρθούρου και του θρυλικού σπαθιού. Όλα τα γυρίσματα πήραν μέρος σε τοποθεσίες πολύ κοντινές στο σπίτι του στην Ιρλανδία και από την αρχή ήταν αποφασισμένος να χωρέσει όλη την ιστορία του Αρθούρου σε μια ταινία.
Δημιούργησε ένα έπος διάρκειας δύο ωρών και είκοσι λεπτών που χωρίζεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη είναι η περίοδος της σκοτεινής εποχής, της βίας και των προκαταλήψεων πριν και κατά την γέννηση του Αρθούρου. Η δεύτερη είναι η περίοδος της ευημερίας και της δικαιοσύνης, κατά την βασιλεία του Αρθούρου. Η τρίτη είναι η πιο σκοτεινή με την χώρα να είναι σε χάος και σε απόλυτη παρακμή και τον Αρθούρο να είναι στην αναζήτηση του Άγιου Δισκοπότηρου που θα δώσει ξανά την ελπίδα και την καλύτερη ζωή στο μέλλον. Κατά τον δημιουργό, αυτά τα τρία μέρη αντιπροσωπεύουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας. Ήθελε να εστιάσει αποκλειστικά στην ιστορία και να δημιουργήσει μια αλληγορία με τον Δυτικό πολιτισμό και γι’αυτό επέλεξε (στην πλειοψηφία) σχετικά άγνωστους ηθοποιούς μέχρι τότε.
Ο συνεχώς βροχερός καιρός κατά την διάρκεια των γυρισμάτων τον οδήγησε να χρησιμοποιεί αυτό το χλωμό και πράσινο φως, ένα στοιχείο που δίνει μια ανεπανάληπτη και μαγική ατμόσφαιρα στην ταινία, έναν έντονο ρομαντισμό που σε ταξιδεύει σε μεσαιωνικές εποχές. Προς το τέλος της ταινίας επικρατεί το γκρι και τα πιο σκοτεινά χρώματα στην φωτογραφία, συμβολίζοντας την παρακμή και τα καταπράσινα τοπία αντικαθιστώνται από τους άγονους και άγριους τόπους της Ιρλανδίας. Ένα ακόμη στοιχείο που καταφέρνει να κάνει περίφημα είναι το μοντάζ του. Καταφέρνει μαεστρικά να μεταφέρεται σε σκηνές που χρονολογούνται 10 (το άγγιγμα της Morgana στο πρόσωπο του Mordred) και 18 χρόνια (η επόμενη σκηνή μετά τον Uther που πεθαίνει και καρφώνει στο έδαφος το σπαθί, είναι με τον Αρθούρο που σηκώνει το σπαθί από τον βράχο) αργότερα χωρίς να χάνει καθόλου η ταινία την ροή της. Η σκηνή μάλιστα με την τοποθέτηση του Excalibur από τον Uther γυρίστηκε τον χειμώνα και η αμέσως επόμενη στην ταινία με τον Αρθούρο να τραβάει το σπαθί την άνοιξη, στο ίδιο τοπίο αλλά με γεμάτο βλάστηση.
Οι χρονικές μεταβάσεις υποστηρίζονται και σεναριακά. Ο αφελής και άπειρος Αρθούρος γίνεται από την μια σκηνή στην άλλη σοφός και συνειδητοποιημένος, αντιλαμβανόμενος τα πάθη του και τις αδυναμίες του και εστιάζοντας στο καλό της χώρας του. Ο Sir Parceval από ενθουσιώδης νέος μεταμορφώνεται στην μοναδική ελπίδα του τόπου ψάχνοντας το δισκοπότηρο μέσα σε λίγα λεπτά που αντικατοπτρίζουν 10 χρόνια αναζήτησης και εξάντλησης.
Από την άλλη όμως, ενώ το πάει άψογα στις απότομες χρονικές μεταβάσεις, δεν μπορούμε να πούμε ότι το σενάριο συνολικά είναι στα ίδια υψηλά επίπεδα με την σκηνοθεσία. Το μειονέκτημα της ταινίας εντοπίζεται εκεί και είναι η σχεδόν κωμική διάθεσή της στο μεγαλύτερο μέρος των πρώτων 50 λεπτών, με τους χαρακτήρες να συμπεριφέρονται που και που αλλοπρόσαλα λες και έχουν τάσεις αυτισμού.
Αρκετοί βρίσκουν αρνητικά και στην εξέλιξη των χαρακτήρων, που υπάρχουν και παραυπάρχουν μεν, αλλά εμένα δεν με πείραξε ποτέ τόσο όσο η κωμική τάση της ταινίας σε στιγμές στην αρχή της. Για την κωμική πτυχή του Merlin (υπέροχος ο Nicol Williamson και η καλύτερη ερμηνεία στο έργο με διαφορά), υπάρχει η σοφή και στυβαρή καθοδήγησή του στο πλευρό του Αρθούρου. Ο Sir Lancelot καταπατεί τους όρκους του και πλαγιάζει με την βασίλισσα αμέσως μετά την μονομαχία του για την αθώωσή της (ότι να ναι…) αλλά επιστρέφει στο τέλος και αποκαθιστά την τιμή του. Κανείς δεν είναι δυνατός, αψεγάδιαστος, σοφός. Όλοι έχουν αδυναμίες, συνειδητοποιούν τα λάθη τους και φτάνουν στην λύτρωσή τους.
Ξεχωριστή αναφορά στην μουσική της ταινίας που δένει έξοχα με το ύφος της, με το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα την έξοδο του αναγεννημένου Αρθούρου να προελάυνει στην τελική μάχη με τον Mordred υπό τους ήχους του Carl Orff (“O Fortuna”).
Την ταινία την είδα πρώτη φορά πριν πολλά πολλά χρόνια και με είχε στοιχειώσει.
Την ξαναείδα πριν λίγα χρόνια και βρήκα συναρπαστική αυτή η μετάβαση από το σκοτάδι, στο φως και ξανά στο απόλυτο σκοτάδι στο τέλος, σε τέτοιο βαθμό που να μην πιστεύεις ότι βλέπεις την ίδια ταινία. Όταν την ξαναείδα πίστευα ότι θα άξιζε ένα remake με καλύτερα εφέ και περισσότερο αληθοφανείς μάχεις και αιματοχυσίες. Όσο τα χρόνια περνούν και την ξαναβλέπω που και που πιστεύω ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Γυρίστηκε για παράδειγμα ο Αρθούρος που είπαμε πιο πάνω, που έχει μια διαφορετική οπτική μεν αλλά και πάλι δεν έχει αυτή την παραμυθένια και μεσαιωνική ατμόσφαιρα του Excalibur. Αυτό το FEELING που λένε και στην χώρα του Αρθούρου ρε παιδί μου. Κανείς δεν μπορεί να την πλησιάσει και γι’αυτό κάνει την ταινία κλασική παρά τα προβλήματά της με το (χαοτικό) σενάριο και ότι άλλο αρνητικό να βρει κάποιος.
Υ.Γ. Κάποια στιγμή πρέπει να ασχοληθεί κάποιος και για μια ταινία με τον χαρακτήρα του Mordred.
Mordred : I’ve come to claim what is mine, Father.
Arthur : Show yourself.
Arthur : I cannot give you the land. Only my love.