Πολλοί από εμάς έχουμε δει και απολαύσει το Narcos, όπου προσκυνήσαμε τον φανταστικό Βραζιλιάνο Wagner Moura στον ρόλο του διαβόητου δισεκατομμυριούχου βαρώνου της κοκαϊνης. Για όσους δεν το έχουν δει, η σειρά (δύο πρώτες σεζόν) ακολουθεί την πορεία του Εσκομπάρ: από το ανερχόμενο όνομα στην πιάτσα και την πρώτη του επιρροή, την παντοδυναμία που επηρέαζε την κοινωνική και πολιτική ζωή της Κολομβίας, μέχρι την αναπόφευκτη παρακμή του.
Όπως βλέπουμε και στην σειρά, πέρα από τις άπειρες δολοφονίες, τον τραμπουκισμό αλλά και τις αγαθοεργίες, ο Πάμπλο είχε και στην πραγματικότητα μια μεγάλη αδυναμία: ένα πολύ ισχυρό ναρκωτικό, το ποδόσφαιρο. Στον ίδιο άρεσε να παίζει στα αριστερά και να συγκλίνει προς τα μέσα, όντας δεξιοπόδαρος, ένας Κριστιάνο Ρονάλντο δηλαδή (όπως ήταν χρόνια πριν ), παρά το γεγονός ότι υστερούσε λόγω των παραπανίσιων κιλών του. Αλλά απολάμβανε το ίδιο και να παρακολουθεί.
Η αδερφή του στο ντοκιμαντέρ “The Two Escobars” στο οποίο θα βασίσουμε το κείμενό μας, δηλώνει ότι ο Πάμπλο πέθανε με τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
“The Two Escobars”
Το 2010, στην πρώτη σεζόν της τηλεοπτικής σειράς “30 for 30” προβλήθηκε το επεισόδιο “The Two Escobars”. Διάρκειας 105′, αναφέρεται στην άνοδο του Κολομβιανού ποδοσφαίρου κατά τα χρόνια του Πάμπλο αλλά και στον τραγικό θάνατο του Αντρές, παίκτη της Εθνικής ομάδας της Κολομβίας, μετά το αυτογκόλ του στο Μουντιάλ του 1994 και τον πρόωρο αποκλεισμό της ομάδας του. Πρόκειται για την ιστορία δύο ανθρώπων, άσχετων μεταξύ τους, που μοιράζονταν δύο στοιχεία: το πάθος για το ποδόσφαιρο και το επίθετο.
Ο Πάμπλο Εσκομπάρ γρήγορα οδηγήθηκε στο έγκλημα και σε νεαρή ηλικία επηρέαζε τον υπόκοσμο, την αστυνομία, την κοινωνία και την πολιτική όσο γίνονταν όλο και πιο ισχυρός. Ευεργέτης για τους φτωχούς, δολοφόνος και μάστιγα για την δικαιοσύνη και για τις αρχές, ένα δίπολο που τον χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα. Από την μια έχτιζε νοσοκομεία, σχολεία, ποδοσφαιρικά γήπεδα και χρηματοδοτούσε άπορες οικογένειες, από την άλλη το κύμα βίας που εξαπέλυε δεν είχε προηγούμενο.
Το 1980 συνδέθηκε με την Ατλέτικο Νασιονάλ του Μεντεγίν, η οποία κατέκτησε το Κόπα Λιμπερταδόρες το 1989. Το ποδόσφαιρο ήταν ένας τρόπος να ξεπλύνει κάποιος τα λεφτά του, είτε με τα εισιτήρια είτε με τις πωλήσεις παικτών. εξωπραγματικά. Ρίχνοντας πολύ χρήμα ώστε να έχει τους καλύτερους ξένους και γηγενείς παίκτες, κατόρθωσε να συνδέσει το όνομα της Ατλέτικο με την εθνική ενότητα και περηφάνεια.
Στο ντοκιμαντέρ παρακολουθούμε τον Πάμπλο να σκάει χαμόγελα και να παρακολουθεί περήφανος την μπαλάρα που έπαιζε η ομάδα του. Δεν ήταν ο μοναδικός που ξέπλενε χρήμα μέσω μιας αθλητικής δραστηριότητας βέβαια εκείνη την εποχή και δεν ήταν επίσης ο μόνος που αγαπούσε το ποδόσφαιρο: η εμπλοκή διάφορων κεφαλιών του καρτέλ ξεκίνησε αυτό που θα έμενε ως “narco-soccer”. O πόλεμος των καρτέλ εισχώρησε και στα γήπεδα. Δεν ήταν απλά ένα ξέπλυμα χρήματος: ο καθένας ήθελε την ομάδα του να είναι η ισχυρότερη. Αυτό οδήγησε και στον θάνατο του διαιτητή Αλβάρο Ορτέγκα, ο οποίος είχε την ατυχία να σφυρίξει στον αγώνα της Ντεπορτίβο Μεντεγίν (επίσης ομάδα της γενέτειρας του Εσκομπάρ) απέναντι στην Αμέρικα ντε Κάλι, που υπηρετούνταν από αντίπαλα συμφέροντα. Ο αγώνας έγινε το 1989 και ο Εσκομπάρ έδωσε την διαταγή να σκοτωθεί ο διαιτητής μετά από την ήττα της ομάδας του.
Ο ανιψιός του βαρόνου του Cali καρτέλ, δηλώνει στην κάμερα: “Ο θείος μου θα σκότωνε κάποιον για να κερδίσει σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου. Ο Εσκομπάρ θα τους σκότωνε όλους για να κερδίσει σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου”. Κάπως έτσι η Νασιονάλ κατέκτησε το Κόπα Λιμπερταδόρες το 1989, η πρώτη Κολομβιανή ομάδα που το είχε καταφέρει.
Στην άμυνα ηγούνταν ο ανερχόμενος Αντρές Εσκομπάρ. Ο αγώνας με την Ατλέτικο Μινέιρο ήρθε 2-2 στην κανονική διάρκεια και πήγε στα πέναλτι. Ο Αντρές θα βαρούσε το πρώτο πρώτο επιτυχώς. Στο τέρμα ο Χιγκίτα τα έπιανε όλα και ο Λιονέλ Αλβάρες έδωσε την νίκη. Ο Ποπάϊ, πρωτοπαλίκαρο του Εσκομπάρ, δηλώνει ότι δεν ξαναήταν ποτέ τόσο χαρούμενος. Ακολούθησε πρόσκληση στην έπαυλή του και όλοι πήραν εξωπραγματικά μπόνους για την επιτυχία.
Αρκετοί από αυτούς τους ποδοσφαιριστές, και γενικά οι περισσότεροι Κολομβιανοί, μεγάλωσαν ποδοσφαιρικά στα γήπεδα που έχτισε ο Εσκομπάρ. Αρκετοί από τους παίκτες στο ντοκιμαντέρ εκφράζουν σε μέσες άκρες την ευχή και κατάρα του να έχεις έναν χρηματοδότη σαν τον Εσκομπάρ. Για πολλά παιδιά και για τους γονείς τους, ήταν μια απόδραση από την πραγματικότητα της φτώχειας. Ο ίδιος ο Πάμπλο δεν τους θεωρούσε υπαλλήλους αλλά συνοδοιπόρους και φίλους. Αργότερα θα τους καλούσε στις επαύλεις του ώστε να παίζει και FM Manager στην πραγματικότητα: Στην έπαυλή του, εκτός από ζωολογικό κήπο και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, είχε και ένα γήπεδο. Καλούσε παίκτες, φτιάχνανε ομάδες και πέφτανε στοιχήματα εκατομμυρίων. Παίκτες που ήταν επιλεγμένοι ξεχωριστά, πήγαιναν με προσωπικά τζετ των βαρόνων και αμοίβονταν πλουσιοπάροχα.
Θα τους καλούσε και στην προσωπική φυλακή που είχε φτιάξει, το “El Cathedral”. Φυσικά και είχε γήπεδα ποδοσφαίρου εκεί. Ποδοσφαιριστές, σελέμπριτυ και γυναίκες μπαινοέβγαιναν συνεχώς για να καλύπτουν τις ανάγκες του Εσκομπάρ και του προσωπικού της φυλακής. Aπό τους πιο εκλεκτούς του καλεσμένους ήταν φυσικά και ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Ο ίδιος δεν είχε ιδέα ποιος τον είχε προσκαλέσει και ήξερε ότι θα έπαιζε ένα φιλικό απέναντι στον Ρενέ Χιγκίτα.
“Με πήγαν σε ένα μέρος που έμοιαζε σαν ένα πολυτελές ξενοδοχείο και είχε χιλιάδες φρουρούς. Με σύστησαν σε αυτόν και μου τον παρουσίασαν ως ‘El Patron’, χωρίς να έχω ιδέα ποιος είναι. Μου είπε οτι αγαπούσε το παιχνίδι μου και ότι ταυτίζονταν μαζί μου, όντας και αυτός άνθρωπος που θριάμβευσε ενώ ξεκίνησε από την φτώχεια. Το παιχνίδι ήταν υπέροχο και αργότερα το βράδυ είχαμε ένα πάρτυ με τις ωραιότερες γυναίκες που είχα δει στην ζωή μου. Το επόμενο πρωί με πλήρωσε και μου είπε αντίο”.
O Αντρές από την άλλη, ήταν συγκλονισμένος με την αιματοχυσία που συνέβαινε στην χώρα του. Σαν τον συνεπίθετο και αφεντικό του, βοηθούσε και αυτός τους φτωχούς, συνεργαζόμενος κυρίως με φορείς που αφορούσαν τα φτωχά παιδιά.Έβλεπε το ποδόσφαιρο και το επάγγελμά του ως έναν τρόπο χρηματοδότησης για να συνεισφέρει και αυτός όσο μπορούσε για ένα καλύτερο μέλλον αυτών των κοινωνικών ομάδων.
Θα έμελε να είναι και ο αρχηγός εκείνης της υπέροχης Κολομβίας με τις μυθικές μορφές της. Μια Κολομβία απελευθερωμένη και με άπειρο συναίσθημα που το ανέβλυζε στο χορτάρι. Οι παίκτες έπαιζαν για τον λαό τους, κουβαλούσαν έναν τεράστιο θυμό μέσα τους που μετατρέπονταν σε κάτι όμορφο στο χορτάρι κατά τα 90′ του παιχνιδιού. Είχαν ατελείωτη ενέργεια και επιθυμία για νίκη, ομαδικότητα, χημεία και αυτό αποδείχθηκε με την μόλις μια ήττα σε 26 αγώνες στην πορεία για το Μουντιάλ του 1994. Η ομάδα αποτέλεσε το σπουδαιότερο εθνικής ενότητας σε μια περίοδο τρομερά δύσκολη. Ήταν η ελπίδα για το καλύτερο μέλλον της χώρας.
Αποκορύφωμα αυτής της ομάδας ήταν η νίκη με 5-0 απέναντι στην Αργεντινή. Εκτός! Η εχθρική υποδοχή στο αεροδρόμιο και οι φωνές “drug dealers! drug dealers!” απέναντι στους παίκτες της Κολομβίας απλά πείσμωσε περισσότερο το συγκρότημα του Ματουράνα. Ήταν και κομβικής σημασίας νίκη καθώς η Κολομβία προκρίθηκε απευθείας στα τελικά. To standing ovation των Αργεντίνων φιλάθλων ήταν το κερασάκι στην τούρτα.
Eκεί ήταν που έλαβε δράση ο Αντρές. Ως αρχηγός ήταν ο πλέον περιζήτητος και ένιωθε ακόμη πιο κοντά στο όνειρό του, να βοηθήσει τον κόσμο. Παράλληλα, φρόντιζε να μην πάρουν αέρα τα μυαλά των συμπαικτών του. Το ποδόσφαιρο για εκείνον ήταν ένα σχολείο, ένα μέσο για την ενότητα. Αυτό του έδωσε και τον τίτλο “Ο Τζέντλεμαν των Γηπέδων”.
To πρώτο πλήγμα στην Εθνική ομάδα ήταν ο αποκλεισμός του Ρενέ Χιγκίτα. Επισκεπτόμενος αρκετές φορές τον Εσκομπάρ στην φυλακή, μια φορά έκανε το λάθος να μιλήσει με τους δημοσιογράφους. Αργότερα θα μπλέκονταν με την δικαιοσύνη, μπλεγμένος σε απαγωγή. Το πραγματικό κίνητρο ήταν φυσικά η σχέση του με τον Εσκομπάρ. Αυτό που δήλωσε ήταν ότι ήθελε να τον ευχαριστήσει για την ηρεμία που επικρατούσε προσωρινά στην χώρα αλλά και για το έργο του στην κοινωνία. Όλοι είχανε πάει εκεί. Ακόμη και ο Αντρές, ο οποίος ήταν αντίθετος αλλά δεν είχε και επιλογές να αρνηθεί. Οι ποδοσφαιριστές φορούσαν κουκούλες όταν μεταφέρονταν εκεί.
Ο θάνατος του Πάμπλο Εσκομπάρ δεν βοήθησε στο παραμικρό, μιας και ο υπόκοσμος εξεγέρθηκε και θεμελίωσε νέους κανόνες που απαγορεύονταν όταν ήταν ο Πάμπλο αρχηγός, όπως οι απαγωγές παιδιών. Το Μεντεγίν ήταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εκρήξεις και δολοφονίες έπαιρναν παντού μέρος. Ο ίδιος ο Αντρές γλύτωσε καθαρά λόγω χρόνου σε μια έκρηξη. Η ώρα για το Μουντιάλ έφτανε. Ο ίδιος έστελνε μήνυμα ενότητας και ξεκαθάριζε ότι η Κολομβία θα εστίαζε για 90 λεπτά μόνο στον αγώνα. Παράλληλα, αρραβωνιάστηκε και περίμενε πρόταση από την Μίλαν.
Ο πρώτος αγώνας με την Ρουμανία του Χάτζι δεν πήγε καλά. Η ατυχία στο σκοράρισμα και οι αντεπιθέσεις των Ρουμάνων αποδιοργάνωσαν τους Κολομβιανούς. Το 2ο γκολ, το θρυλικό γκολ του Μαραντόνα των Καρπαθίων τους έκοψε τα πόδια. Η προσωρινή μείωση με τον Βαλέντσια δεν έφτασε και το 3-1 ήταν γεγονός. Η ψυχολογική πίεση δεν ήταν τίποτε μπροστά στο τραγικό γεγονός που θα ακολουθούσε. Ο αδερφός του Χερέρα είχε σκοτωθεί στο Μεντεγίν. Ο Εσκομπάρ τον παρηγόρησε και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει για την χώρα του. Η αφόρητη πίεση ωστόσο που ένιωθαν με τις απειλές από την πατρίδα τους στον δεύτερο αγώνα με τις ΗΠΑ δεν περιγράφεται. Παίκτες βουβοί και ανήσυχοι, απέναντι σε μια ομάδα που την είχαν κερδίσει πολλάκις. Ο προπονητής μπήκε μέσα κλαίγοντας, ένα άρρωστο κλίμα που όμοιο δεν έχει ξανασυμβεί σε ομάδα. Υπήρχε η εντολή να μην παίξει ένας βασικός παίκτης ώστε να χάσει η Κολομβία και να κερδίσουν οι βαρόνοι στο στοίχημα. Ο Ματουράνα έπρεπε να προσαρμοστεί με τις εντολές των ιδιοκτητών των ομάδων ώστε να φανούν περισσότερο και να κερδίσουν λεφτά σε μελλοντική μεταγραφή. Ναι, τόσο εύκολα θα σαμποτάρανε την εθνική τους για το κέρδος.
Το πιο ανατριχιαστικό στην περιγραφή για το αυτογκόλ του Αντρές (το οποίο βλέπουμε στην αρχή του ντοκιμαντέρ) είναι όταν η αδερφή του περιγράφει το πρώτο πράγμα που της είπε ο 9χρονος γιος της τότε: “Μαμά θα σκοτώσουν τον Αντρές”. Ήταν από τα ελάχιστα λάθη του, το μοναδικό αυτογκόλ του.
Η επιστροφή στην Κολομβία ήταν πιο ομαλή απ’ότι φανταζόνταν. Μια ατυχής του απόφαση για έξοδο, παρά τις προειδοποιήσεις του προπονητή και των συμπαικτών του, οδήγησε στον τραγικό θάνατό του. Μια διαφωνία του με άλλους πελάτες στο κλαμπ, οδήγησε τον δράστη να πυροβολήσει 6 φορές. Ο δράστης ήταν σωματοφύλακας στους αδερφούς Γκαγιόν. Ήταν πρώην συνεργάτες του Πάμπλο Εσκομπάρ και αργότερα εχθροί του, όταν ένωσαν τα πυρά τους με τους Los Pepes, παρακρατική οργάνωση που ένωσε όλους τους εχθρούς του Πάμπλο. Η δικαστική απόφαση αθώωσε τους αδερφούς Γκαγιόν. Οι συγγενείς του Αντρές αποκλείουν το γεγονός ότι ο θάνατός του είχε λόγο μια αψιμαχία. Ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Ο δολοφόνος βγήκε στα 11 χρόνια λόγω καλής διαγωγής, από τα 43 που είχε καταδικαστεί.
Αν ο Πάμπλο ήταν ζωντανός, δεν θα επέτρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν θα επέτρεπε σε έναν ποδοσφαιριστή τόσο ταλαντούχο να πάθει το παραμικρό.
Η κατάρευση των βαρόνων έφερε και την κατάρευση στο ποδόσφαιρο της χώρας. Τα λεφτά δεν υπήρχαν πλέον. Μετά από 16 χρόνια η Εθνική Κολομβίας έδωσε το παρόν στο Μουντιάλ (2014), στο οποίο θα ξαναβρίσκεται με μια άλλη χρυσή γενιά. Σίγουρα υπάρχουν ακόμη τα ναρκοδόλλαρα αλλά όχι στον βαθμό που υπήρχαν εκείνη την εποχή.
Το ντοκιμαντέρ δεν εστιάζει στα δολοφονικά ένστικτα του Πάμπλο Εσκομπάρ και στο ποιος σκότωσε τον Αντρές, όσο στο τι οδήγησε εκείνη την κοινωνία να δολοφονήσει έναν παίκτη που έκανε ένα ποδοσφαιρικό λάθος. Το ντοκιμαντέρ δεν απευθύνεται μόνο σε ποδοσφαιρόφιλους και προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όλους.
Παρακολουθούμε σε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ τους βίους παράλληλους των δύο πρωταγωνιστών και την επιρροή τους στην άνοδο της ποδοσφαιρικής Κολομβίας. Οι ζωές τους ήταν τελείως διαφορετικές, σαν τις αρχές τους, οι στόχοι τους όμως απέναντι στην κοινωνία φαινομενικά ήταν ίδιοι: θέλανε και οι δύο το καλό της χώρας τους. To πως το εφάρμοσαν δεν σχολιάζεται. Το τέλος τους πάλι έχει κοινά σημεία: σκοτώθηκαν από την ίδια παρακρατική οργάνωση και μαζί τερμάτισαν προσωρινά την χρυσή περίοδο του Κολομβιανού ποδοσφαίρου: του narco-soccer. Όπως πίστευε και ο Αντρές, το ποδόσφαιρο είναι επικίνδυνο και εξάπτει τα πλήθη. Αλλά δεν σκοτώθηκε από αυτό, ούτε γι’αυτό. Σκοτώθηκε από την κοινωνία.
Στην πόλη του υπάρχει και άγαλμα αφιερωμένο σε αυτόν.
Θα κλείσουμε με το κείμενό του σε μια εφημερίδα μετά το τέλος του Μουντιάλ:
“Σας παρακαλούμε να διατηρήσετε τον σεβασμό σας. Τους θερμούς μου χαιρετισμούς σε όλους. Ήταν μια υπέροχη και σπάνια εμπειρία. Θα δούμε ο ένας τον άλλον σύντομα επειδή η ζωή δεν τελειώνει εδώ. “.