Παίχτες σαν τον Τζίμι τον Τραορέ (ναι, με άρθρο πριν το επίθετο) είναι και ο λόγος που αγαπάμε το ποδόσφαιρο λίγο παραπάνω απ΄όλα τα άλλα αθλήματα μαζί. Μπορεί να τρελαινόμαστε με τις φαντεζί δημιουργίες, τα διάφορα συστήματα, τα υπέροχα γκολ, αλλά ας μην κρυβόμαστε. Οι καλτ φιγούρες είναι αυτές που ομορφαίνουν το ποδόσφαιρο και κάνουν την καθημερινότητά μας λίγο καλύτερη. Και ο Τζιμάκος ο Τραορέ ανήκει σίγουρα στο πάνθεον.
Στην 1η Μαρτίου του 1980 γεννήθηκε στη Γαλλία ο Τζίμης ο Τραορέ με καταγωγή από το Μάλι και γρήγορα ξεδίπλωσε το ταλέντο του στις μικρές ομάδες της Λαβάλ, πριν τον αντιληφθούν οι δαιμόνιοι σκάουτερς της Λίβερπουλ και τον φέρουν στο Merseyside(τι παλτά έχουν περάσει από τη Λίβερπουλ ρε μπιπ, μπιπ, μπιπ). Τις πρώτες χρονιές τις περνάει στις μικρές ομάδες και τη σεζόν 2001-2002 πάει στην (δυνατή τότε) Λανς δανεικός πραγματοποιώντας 20 συμμετοχές. Ο Ουγιέ, όπως φαίνεται, πείθεται ότι μπορεί να βασιστεί πάνω του και του δίνει φανέλα βασικού τη σεζόν 2002-2003, όπου πραγματοποίησε συνολικά 49 εμφανίσεις με τη κόκκινη φανέλα (τις περισσότερες σε όλη την καριέρα του). Καταλαβαίνει γρήγορα το λάθος(?) του, και την επόμενη χρονιά βρίσκεται μεταξύ πάγκου και εξέδρας, ωστόσο σημειώνει το πρώτο γκολ της καριέρας του με τα χρώματα της Λίβερπουλ. Γιατί ναι φίλοι μου, όταν όλα τα σάιτ σας λένε ότι ο Τζιμάκος ο Τραορέ έχει πετύχει μόνο ένα γκολ με τους Seattle Sounders (θα το δεις πιο κάτω), εσύ θα τους τρίβεις στη μούρη το κάτωθι βίντεο με τη γκολάρα του Τζιμάκου στον αγώνα της Λίβερπουλ εναντίον της Στεάου Βουκουρεστίου (και μιλάμε για γκολάρα).
Και φτάνουμε στη μαγική σεζόν 2004-2005. Πάλι ο Τζιμάκος βασικός, αυτήν την φορά υπό τις οδηγίες του Ράφα του Μπενίτεθ, aka ο Ταβερνιάρης, που δείνχει να τον εμπιστεύεται, κάτι που ο Τζιμάκος του το ανταποδίδει άμεσα, αφού καταφέρνει να πετύχει ίσως το κορυφαίο αυτογκόλ όλων των εποχών σε αγώνα νοκ-άουτ εναντίον της Μπέρνλι (όπου η Λίβερπουλ έχασε 1-0 και αποκλείστηκε).
Αλλά ο Μπενίτεθ συνέχισε να τον εμπιστεύεται, ο κόσμος να τον αγαπά και ο Τζιμάκος τους το ανταπέδωσε με τον καλύτερο τρόπο. Ο ιστορικός τελικός του 2005 στην Κωνσταντινούπολη είναι ο καλύτερος μάρτυρας. Ενώ στο πρώτο ημίχρονο πελαγοδρομούσε (όπως και όλη η ομάδα φυσικά), στο 2ο ημίχρονο βλέπουμε έναν κανονικό ποδοσφαιριστή που μάλιστα έσωσε την Λίβερπουλ στο σουτ του Σεφτσένκο, διώχνοντας την μπάλα πάνω στη γραμμή και έτσι δεν έγινε το 4-3 . Η συνέχεια φυσικά γνωστή, με τον Τζιμάκο να σηκώνει το Τσουλού.
Την επόμενη χρονιά ο Ρίισε εγκαταστάθηκε ως αριστερός μπακ και σε συνδυασμό με την παρουσία του Στίβεν Γουόρνοκ (μα καλά, όλες οι μετριότητες στην Λίβερπουλ γαμώ;) στην ίδια θέση, ο Τζιμάκος είδε τη θέση του στο αρχικό σχήμα να εξαφανίζεται και τελικά την επόμενη σεζόν πήρε μεταγραφή στην Τσάρλτον για 2 εκατομμύρια λίρες. Εκεί καταφέρνει να κάνει εντυπωσιακό ξεκίνημα, αφού αποβάλλεται στο πρώτο ματς του πρωταθλήματος με 2 κίτρινες κάρτες, η 2η εκ των οποίων ήταν απλά επειδή εμπόδισε να εκτελεστεί ένα φάουλ (σ’αγαπάμε ρε Τζιμάρα). Είχε κι άλλη μια επεισοδιακή εμφάνιση λίγους μήνες αργότερα, όταν σε αγώνα της Τσάρλτον εναντίον της Λίβερπουλ έκανε πέναλτι σε παίχτη της Λίβερπουλ, που οδήγησε σε νίκη της ομάδας του Λιμανιού. Αφού ο Πάρντιου δεν άντεξε άλλο, ο Τραορέ πουλήθηκε στην Πόρτσμουθ. Ακολούθησαν δανεισμοί στην Ρεν και στην Μπέρμιγχαμ χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, μέχρι να καταφέρει να πάρει μεταγραφή στη Μονακό. 36 συμμετοχές σε 2 χρόνια και καταφέρνει να πάρει συμβόλαιο από τη Μαρσέιγ (σίγουρα είχε τον ίδιο μάνατζερ με τον Χαριστέα, δεν εξηγείται αλλιώς), όπου μένει μία χρονιά και έπειτα ανηφορίζει προς Αμέρικα μεριά, πηγαίνοντας στους Seattle Sounders όπου πέτυχε 2(!!!) γκολ, ένα στο CONCACAF Champions League (το Τσουλου Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής δηλαδή) και το κάτωθι αριστούργημα στο πρωτάθλημα.
Το 2014 τερμάτισε την καριέρα του και πλέον είναι βοηθός προπονητή στην ομάδα του Σιάτλ. Είχε ακουστεί για τη χώρα μας και μάλιστα 2 φορές, μία το 2009, όταν ο Παναθηναϊκός έψαχνε αριστερό στόπερ-μπακ και επέλεξε τον Βαβρζίνιακ αντί του Τζιμάκου, και το 2012 όταν είχε φτάσει μια ανάσα από τον Πλατανιά αλλά δυστυχώς δε φόρεσε τη φανέλα της Κρητικής ομάδας.
Εμείς από την πλευρά μας, θα τον αγαπάμε για όσα (δεν) προσέφερε, για την τιμιότητά του παρά την αμπαλοσύνη του, για το χαμόγελό του και για την απόδειξη ότι δε χρειάζεται να είσαι ταλαντούχος για να κατακτήσεις τίτλους και να παίξεις σε μεγάλες ομάδες.