Nosferatu (1922, 1979, 2024) + bonus

Nosferatu

Με αφορμή το νέο ριμέικ του Nosferatu από τον Ρόμπερτ Έγκερς, καταθέτουμε την άποψή μας για τα 3 ομότιτλα έργα και προσθέτουμε για ένα ακόμη που σχετίζεται με την σπουδαία κληρονομιά του. Και για ένα bonus.

Nosferatu: A Symphony of Horror (1922)

Σε σκηνοθεσία του Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου, το πρώτο Nosferatu είναι ένα διαμάντι του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Τι εστί γερμανικός εξπρεσιονισμός; Οι φίλοι μας παρακάτω θα μας πουν περισσότερα.

Ο Μουρνάου δεν είχε πάρει τα δικαιώματα από το βιβλίο του Μπραμ Στόκερ (τον Δράκουλα), οπότε άλλαξε τα ονόματα των πρωταγωνιστών (ο Δράκουλας έγινε Count Orlock) και κράτησε την ίδια ιστορία πάνω κάτω.  Η λέξη βαμπίρ αντικαταστάθηκε από το “νοσφεράτου”.

Xωρίς να προκαλεί τρόμο, ειδικά για τα σημερινά δεδομένα, η ταινία είχε απαγορευτεί τότε σε μερικές χώρες γιατί παραήταν τρομακτική, όπως στη Σουηδία.

Στοιχειωτική θα ταίριαζε περισσότερο ως περιγραφή, έχοντας και αρκετές δόσεις (μαύρου) χιούμορ. Ο βρυκόλακας Count Orlock είναι περισσότερο ένας… περίεργος τύπος που είναι μπελάς για τους άλλους σε κάθε σκηνή του. Θαρρείς ότι δεν είναι ένα υπερφυσικό ον, αλλά ένας τρελός τύπος που δεν μπορεί να ηρεμήσει. Για τους συντελεστές, το υπερφυσικό ον έχει μια διαβολική προέλευση (απόγονος του Μπέλιαλ) και εμφάνιση αρουραίου ως φέρων τον θάνατο και τη δυστυχία. Ο Hutter είναι ένας ενθουσιώδης, ερωτευμένος, αιθεροβάμων νέος που σύντομα ανακαλύπτει τον κίνδυνο. H αρραβωνιαστικιά του η Elen και το αφεντικό του ο Κnock προσθέτουν παραπάνω παράνοια στην ταινία με τις υπνωβασίες και το λουκ του και την συμπεριφορά του αντίστοιχα.

Αγαπημένη σκηνή: Φυσικά αυτή. Iconic.

Γιατί να την δείτε:

  • Είναι αντιπροσωπευτική εκείνης της εποχής και σώθηκε παρά τις αντιξόοτητες με τα δικαιώματα και φυσικά μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
  • Τεχνικά είναι σχεδόν άρτια και ένα μεγάλο σχολείο για τους μετέπειτα και μελλοντικούς σκηνοθέτες.
  • Ο Μαξ Σρεκ (Count Orlock) είναι θαυμάσιος έχοντας λιγότερο από 10 λεπτά παρουσίας.
  • Eίναι η πρώτη ταινία τρόμου
  • Λίκνο του μινιμαλισμού και απόδειξη ότι το απλό είναι και το καλύτερο τις περισσότερες φορές.

Βαθμολογία: 8,5/10

Nosferatu the Vampyre (1979)

Αυτό το ριμέικ της κλασικής ταινίας έγινε από έναν παγκόσμιας κλάσης σκηνοθέτη, τον Βέρνερ Χέρτζογκ και έχει τρεις παγκόσμιας κλάσης ηθοποιούς για πρωταγωνιστές (Κλάους Κίνσκι, Ιζαμπέλ Ατζανί, Μπρούνο Γκαντζ). Ο Χέρτζογκ θεωρεί το πρώτο Nosferatu ως την κορυφαία ταινία του γερμανικού κινηματογράφου.

Ήταν η δεύτερη φορά που θα συνεργάζονταν (και θα έβγαιναν ζωντανοί) ο Χέρτζογκ με τον Κλάους Κίνσκι, με τον δεύτερο να παίζει στην ταινία τον Κόμη Δράκουλα (τα δικαιώματα του κλασικού βιβλίου πλέον είχαν λήξει και ο καθένας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα αυθεντικά ονόματα). Μία σχέση που ολοκληρώθηκε μετά από 5 κλασικές ταινίες (Aguirre, the Wrath of God, Nosferatu the Vampyre, Woyzeck, Fitzcarraldo, Cobra Verde) και ήταν τουλάχιστον θυελλώδης, μιας και ο Κίνσκι ήταν από τους πιο αποτρόπαιους χαρακτήρες που έχουν εμφανιστεί στον κινηματογράφο. Για την σχέση τους και το τι τράβηξε με αυτόν ο Χέρτζογκ, υπάρχει και το ντοκιμαντέρ My Best Friend, σε σκηνοθεσία του ίδιου. Ενδεικτικά, στην ταινία ο Κίνσκι ήθελε τον Δράκουλα να είναι με περισσότερη ενέργεια και ένταση, ενώ ο Χέρτζογκ τον ήθελε υπνωτιστικό και ήρεμο. Το πέτυχε  “μπριζώνοντας” τον Κίνσκι και προκαλώντας του ξεσπάσματα. Όταν ο Κίνσκι είχε φτάσει σε σημείο εξάντλησης, ο Χέρτζογκ γύριζε την σκηνή. Ο Χέρτζογκ είχε δηλώσει ότι οι αρουραίοι της ταινίας ήταν πιο συνεργάσιμοι από τον Κίνσκι. Στον Κίνσκι έβλεπε έναν απαίσιο άνθρωπο με πελώριο ταλέντο που ήταν ό,τι ήθελε στις ταινίες του.

Η ταινία γυρίστηκε τόσο στα γερμανικά όσο και στ’αγγλικά.

Χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός της, μιας και ο Χέρτζογκ ήθελε να δείξει την αλλαγή της ανθρώπινης φύσης όταν βρίσκεται μπροστά στον θάνατο και την καταστροφή, η ταινία έχει 3-4 φανταστικά πλάνα τρόμου.  Το σεξουαλικό στοιχείο είναι πιο έντονο (φυσικά) από την αυθεντική ταινία.

Ο Δράκουλας της ταινίας είναι ένα βασανισμένο πλάσμα που ψάχνει λύτρωση. Είναι τόσο καλός ο Κίνσκι που συμπονείς τον χαρακτήρα του, όσο διαβολικός και να είναι.

Από εκεί και πέρα, σε τελείως διαφορετικές εποχές και πρακτικές, οι συντελεστές κατηγορήθηκαν για την κακοποίηση χιλιάδων αρουραίων που ταξίδεψαν από την Ουγγαρία στην Ολλανδία για τις ανάγκες της ταινίας.

Αγαπημένη σκηνή: Από τις κορυφαίες σκηνές που έχουν γυριστεί. Όταν η ανθρωπότητα είναι ανήμπορη μπροστά στο έλεος μιας ανώτερης δύναμης.

Γιατί να την δείτε:

  • Ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα.  Από την πρώτη σκηνή, που μοιάζει να είναι κατευθείαν από μια θρησκευτική εμπειρία, μέχρι το τέλος, συνδέεσαι με κάτι ανώτερο, με κάτι υπερφυσικό, με μια άλλη διάσταση που ταξιδεύεις. Τα πάντα είναι αληθινά και ονειρικά την ίδια στιγμή. Πρόσθεσε σε αυτό τοπία με ομίχλη, κάστρα που μπορεί να μην είναι αληθινά, απέραντη σιωπή και μοναξιά.
  • Ο Κλάους Κίνσκι. Μοναδικός στον ρόλο του, δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια ούτε μια φορά. Σπουδαίος καλλιτέχνης, όσο σίχαμα και να ήταν.
  • Υπάρχουν τουλάχιστον 4-5 καταπληκτικές σκηνές στην ταινία που είναι σπουδή για τους επίδοξους σκηνοθέτες. Η πρώτη σκηνή, το περπάτημα του Jonathan προς το κάστρο, το δείπνο με τον Δράκουλα, οι σκηνές με το αγόρι που παίζει βιολί, η παραπάνω σκηνή, κάποιες από αυτές.
  • Το αριστουργηματικό σάουντρακ των Popol Vuh.

Για τους μεταλλάδες, αυτό ήταν το intro με το οποίο έβγαιναν οι Opeth για χρόνια, πριν τις συναυλίες τους.

Βαθμολογία: 9/10

Nosferatu (2024)

Πριν πάμε στην ταινία, θα αναφερθούμε στον ταλαντούχο σκηνοθέτη και σεναριογράφο Ρόμπερτ Έγκερς, που πλέον είναι για τον τρόμο ό,τι ο Κρίστοφερ Νόλαν για την επιστήμη.

Στο Witch (2015) τα πήγε καλά γενικά. Το τέλος ήταν εκπληκτικό και η τελευταία σκηνή σαν ένας πίνακας ζωγραφικής. Αλλά, δεν συμβάδιζε τόσο πολύ με το ό,τι έγινε κατά την διάρκεια της ταινίας. Στο Lighthouse (2019) τα πήγε εξαιρετικά. Στο Northman (2022) κούρασε και δεν ήξερε ο ίδιος τι ήθελε να κάνει ή έστω, έκανε πολλές εκπτώσεις στο αρχικό όραμά του.

Σε όλες τις ταινίες του έχει αριστουργηματική φωτογραφία και έχει βρει το δικό του στυλ.

Έτσι και στο Nosferatu, κρατάει την φανταστική φωτογραφία και βάζει τα ξαφνικά κοντινά πλάνα – σήμα κατατεθέν πλέον – που είχε συστήσει στο Lighthouse.

Σεναριακά βασίστηκε εξ’ολοκλήρου στην αυθεντική ταινία.

Καινοτομεί στην εμφάνιση του Count Orlock. Και εδώ είναι που χαλάστηκαν αρκετοί. Ο τύπος ήθελε αυθεντική εμφάνιση ηγεμόνα της Τρανσυλβανίας του 19ου αιώνα και το μουστάκι είναι φυσιολογικό, όπως και το όλο ντύσιμο με την γούνα. Ο βρικόλακας του Έγκερς είναι ένας αποκρουστικός καράβλαχος που δεν έχει κανένα συναίσθημα και κανένα όριο απληστίας και αλαζονείας.

Το πρόβλημα της ταινίας δεν είναι εκεί. Αλλά ξεκινάει με την εμφάνιση του κόμη.

Πανέξυπνα δεν τον εμφάνισε στο τρείλερ για να πάει ο κόσμος να τον δει. Πανέξυπνα φανέρωσε τα μάτια του στην σκηνή του δείπνου.

Αλλά στο σενάριο, κάτι που του δίνεις ότι το γράφει μόνος του φυσικά, δεν τα πήγε (ξανά) καλά. Και είναι αυτό το μεγάλο μειονέκτημα της ταινίας και την κάνει να βουλιάζει αργά μέχρι το τέλος και να μην σώζεται, ακόμη και από την εμφάνιση του Ντεφόε.

Οι διάλογοι σε πολλά σημεία είναι κωμικοί. Έχει τόσο ωραία στήσει τους ηθοποιούς και όλοι προσπαθούν να παίξουν και να πουν τις ατάκες τους με φυσικό τρόπο μεν, αλλά να βγαίνει μια υπερπροσπάθεια στο τέλος.

Όχι ότι δεν παίζουν οι ηθοποιοί καλά. Οι Νίκολας Χουλτ, Άαρον Τζόνσον χαντακώθηκαν από το σενάριο, ενώ ο Γουίλιεμ Ντεφόε λογικά δεν θα έκανε καμία προετοιμασία, μιας και έχει παίξει αυτόν τον ρόλο πολλές φορές (βλέπε και παρακάτω). Ο Σίμον Μακμπέρνι στον ρόλο του Knock είναι υπερβολικός – υπερπροσπάθεια δεν είπαμε;.

Για τους δύο πρωταγωνιστές, ο Σκάρσγκαρντ στον ρόλο του βρικόλακα είναι καλός και κάνει μπαμ πόσο έχει δουλέψει στην εμφάνιση, στην προφορά και στις ανάγκες του ρόλου. Η προφορά, η βαθιά σιχαμένη ανάσα και η συμπεριφορά έχουν γεννήσει και θα γεννήσουν πολλούς μιμητές στο μέλλον. Η Ντέπ είχε τον πιο απαιτητικό ρόλο με διαφορά και το πρόσημο είναι θετικότατο, ουσιαστικά ως πρωτοεμφανιζόμενη σε τόσο μεγάλη παραγωγή και σε έναν ρόλο που χρειάζονταν πολύ παίξιμο με το σώμα.

Ο Έγκερς σε αυτό το ριμέικ έδωσε περισσότερη έμφαση στην σεξουαλικότητα, παρά στον τρόμο.

Δεν έφερε κάποια καινοτομία, ενώ η χρήση των jump scares ήταν εντελώς αχρείαστη. Όπως αχρείαστες ήταν και αρκετές σκηνές πάλι (πχ αυτή του Harding στο νεκροταφείο).

Γενικά, η ταινία πάσχει από το σενάριο και ο μαξιμαλισμός της δεν την βοηθάει.

Αγαπημένη σκηνή: Η παρακάτω, η καλύτερη “παραλαβή” και “παράδοση” στο κάστρο από τις τρεις ταινίες. Εξαιρετική κινηματογραφία.

Γιατί να την δείτε:

  • Μοντέρνα ματιά στο κλασικό έργο, για όσους δεν αντέχουν τον παλιό κινηματογράφο.
  • Μια διαφορετική ματιά στον βρικόλακα
  • Γοτθικά ρομάντζα δεν υπάρχουν πλέον.

Βαθμολογία: 6/10

Shadow of the Vampire (2000)

Να το bonus.

Βασιζόμενη στον μύθo ότι ο ηθοποιός Μαξ Σρεκ στην ταινία του 1922 ήταν βαμπίρ, η ταινία διασκεδάζει τις εντυπώσεις και έχει μια σατιρική – ντοκιουμενταρίστικη μορφή, αναμειγμένη με τρόμο και μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Δείχνει τα γυρίσματα της ταινίας και το POV του σκηνοθέτη Μουρνάου, που τον παίζει ο εξαιρετικός Τζον Μάλκοβιτς.

Στον ρόλο του Σρεκ, είναι ο Γουίλιαμ Ντεφόε (ο οποίος θα γυρνούσε σχεδόν 25 χρόνια αργότερα να παίξει τον εχθρό του βρικόλακα).

Αυτοί οι δύο είναι από μόνοι τους λόγοι για να δει κάποιος την ταινία και μόνο.

Η θεματική της ταινίας έχει να κάνει με το πόσο μακριά θα πήγαινε ένας καλλιτέχνης να υλοποιήσει το όραμά του.

Γιατί να την δείτε:

  • Εκπληκτικός ο Τζον Μάλκοβιτς, όπως πάντα.
  • Η τρέλα του Γουίλιαμ Ντεφόε.
  • Δείχνει τις τεχνικές γυρίσματος της εποχής.

Βαθμολογία: 7/10

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Cult24

Cult
24

Συνεργαστείτε
μαζί μας