Για όλους εμάς τους μπασκετόφιλους, ο Μάνου Τζινόμπιλι ήταν ένας αρτίστας. Ένας βιρτουόζος της σπυριάρας μπάλας ο οποίος μάγευε συμπαίκτες, κοινό και αντιπάλους. Όλοι ήξεραν πως θα πάει αριστερά και συνέχιζε να πηγαίνει αριστερά βρίσκοντας την παραμικρή χαραμάδα για να ελιχθεί σαν αιλουροϊδές και να αφήσει την μπάλα στο καλάθι. Έβλεπε γωνίες πάσας σε χιλιοστά του δευτερολέπτου όταν από την τηλεόραση ήθελες δύο και τρία replays για να καταλάβεις πού είδε τον συμπαίκτη του. Μοίραζε αβέρτα “σακούλες” σε όποιον αμυντικό έκανε το λάθος και του άφηνε προκλητικά τα πόδια ανοιχτά. Φόρτωνε τις αντίπαλες άμυνες με καλάθια που στο τέλος του αγώνα σε εκανέ να αναρωτιέσαι αν έπαιζε βασικός στους πόσους πόντους θα τελείωνε τον αγώνα.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ήταν ένας τεράστιος ΝΙΚΗΤΗΣ, ένας απίστευτος ΜΑΧΗΤΗΣ, με τεράστια ΘΕΛΗΣΗ για να νικήσει και με ατσάλινα COJONES. Buzzer beaters και μεγάλα καλάθια, όπως αυτό απέναντι στους Γουόριορς στα πλέι-οφ του 2014. Καρφώματα όπως αυτό στην μούρη του γίγαντα Γίαο Μίνγκ ή το άλλο στο πρόσωπο του Κρις Μπος παίρνοντας παράλληλα παραμάζωμα τον Ρέι Άλλεν σαν οδοστρωτήρας κατά τους τελικούς του ίδιου έτους. Μέχρι και άμυνα έπαιζε κι ας μην ήταν ο σπουδαιότερος αμυντικός. Ξεχνιέται ρε φίλε η τάπα στον Χάρντεν; Όχι. Δεν ξεχνιέται.
Και να φανταστείς πως στην μισή και βάλε καριέρα του έπαιζε από τον πάγκο. Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Μα ποτέ ! Δεν ήταν δικαιολογία για αυτόν ότι πήρε 4 πρωταθλήματα με τους Σπερς για να δεχθεί ότι είναι ρολίστας. Το έκανε επειδή ήξερε πως αυτό ήταν το καλύτερο για να βοηθάει την ομάδα του να κερδίσει. Ίσως η επιθυμία του για την νίκη και για την διάκριση ήταν τόσο μεγάλη που τον έκαναν να παραβλέπει το γεγονός αν ξεκινάει ή όχι. Πάντα όμως θα έχω την “φιλοσοφική” ανησυχία. Αν αποφάσιζε ποτέ να φύγει από τους Σπερς, τι ομάδα θα βλέπαμε γύρω του; Θα ήταν ένας star του NBA; Πόσους πόντους θα έβαζε κάθε βράδυ και θα ανακυρησσόταν ποτέ ως ο πρώτος σκόρερ του Πρωταθλήματος;
Όλα αυτά για έναν άνθρωπο που επιλέχθηκε με την προτελευταία επιλογή της διαδικασίας του Ντραφτ το 1999. Ο τεχνικός διευθυντής των Σπιρουνιών, Αρ Σι Μπιούφορντ, θυμάται την εντύπωση που του έκανε όταν τον πρωτοείδε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων την περασμένη χρονιά. “Έμοιαζε με ατίθασο άλογο κάνοντας βλακείες. Κάποιες είχαν λογική. Άλλες, όχι”. Η μεγαλύτερη κλοπή στην ιστορία του Ντραφτ. Μελλοντικός Hall of Famer (δεν σηκώνω κουβέντα γι’ αυτό, ε!) με την προτελευταία επιλογή; Λαχείο και μάλιστα πρωτοχρονιάτικο. Βέβαια στο Τέξας έπρεπε να τον περιμένουν 3 χρόνια καθώς κατακτούσε τα πάντα στο διάβα του με τα χρώματα της Βίρτους Μπολόνια, ως ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη μαζί με τον Μποντιρόγκα.
Στην Αμερική όμως δεν είχε έναν δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. Αρχικά, έπρεπε να ξεπεράσει έναν τραυματισμό στον αστράγαλο που τον ταλαιπωρούσε από το παγκόσμιο της Ινδιανάπολης (εκεί όπου οδήγησε την Αργεντινή στην 2η θέση). Ακολούθως, στα οικογενειακά διπλά της ομάδας, έπρεπε να μάθει να αντέχει στο <<ξύλο της αρκούδας>> που έτρωγε από τον Μπρους Μπόουεν, για να επιβεβαιώσει πως δεν είναι άλλο ένα από τα “πειράματα” τα οποία δεν θα συναντούσε ποτέ ο δύσπιστος Τιμ Ντάνκαν. Αφού προηγήθηκε η φοβερή σειρά του στους Τελικούς κόντρα στους σκληροτράχηλους Νετς το 2003, περίμενε την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στην Ολυμπιάδα της Αθήνας για να κερδίσει τους υπεύθυνους της ομάδας και την αμέριστη εμπιστοσύνη του τελειομανή Ποπ.
Η σχέση του όμως με τους φιλάθλους των Σπιρουνιών δοκιμάστηκε αρκετές φορές. Για κάθε τι που σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό, μπορούσε ακριβώς την επόμενη στιγμή να σε κάνει να αγανακτείς. Ακόμα με “στοιχειώνουν” οι εικόνες από το γκολ-φαουλ του Νοβίτσκι το 2006 με τον Μάνου να προσπαθεί να παίξει άμυνα στον Γερμανό ή από τους κάκιστους Τελικούς που έκανε το 2013 και άρχισαν όλοι να τον βγάζουν τελειωμένο. Όμως ο μεγάλος αυτός μαχητής είχε την απάντηση. Επανέρχονταν πιο δυνατός, πιο αποφασισμένος. Γιατί δεν επέτρεπε τίποτα λιγότερο στον εαυτό του από το να σηκωθεί να παλέψει για την νίκη. Ακόμα και αν έπρεπε να κυνηγάει νυχτερίδες με τα ίδια του τα χέρια ή να αντέχει στο βρωμόξυλο και στις κατσάδες που έτρωγε στις προπονήσεις.
Γιατί ο νικητής, φίλε μου, δεν γεννιέται αλλά γίνεται. Μέσα από σκληρή προπόνηση, μέσα από ιδρώτα, απαράμιλλη μαχητικότητα, με το να παίζει για κάθε χιλιοστό του παρκέ, να βουτάει για να σώσει χαμένες μπάλες και να μπουκάρει στο καλάθι με δύναμη. Αυτός ήταν ο Μάνου. Και γι’ αυτό ο κόσμος του μπάσκετ νιώθει τυχερός και ευλογημένος που τον είδε. Σε ευχαριστούμε Μάνου…
(Ευχαριστούμε τον https://www.facebook.com/Fiftyshadesbasketball/ για τα μπασκετικά του κείμενα)