Γεννημένος στις 27 Μαρτίου του 1972 στην τότε Ολλανδική Αποικία της Λατινικής Αμερικής, το Σουρινάμ, ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ υπήρξε ένας εκ των κορυφαίων Ολλανδών φορ της εποχής του, με μια καριέρα γεμάτη γκολ, η οποία ωστόσο του απέφερε ελάχιστους τίτλους σε συλλογικό επίπεδο, αφού, εκτός του ότι άλλαξε κάμποσες ομάδες, έφτασε ουκ ολίγες φορές στην πηγή, χωρίς να πιεί νερό.
Αυτό φυσικά, ελάχιστα είχε να κάνει με τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες. Πως εξάλλου να μιλήσεις για τις ικανότητες ενός σέντερ φορ που έφτασε δύο φορές στην κορυφή της λίστας των σκορερ του αγγλικού πρωταθλήματος ; Ωστόσο, κάτι η τύχη και οι συγκυρίες, κάτι οι εξαιρετικοί συμπαίκτες που βρήκε κατά καιρούς, δε του επέτρεψαν να πανηγυρίσει και πολλά στην καριέρα του.
Ξεκίνησε από την Τέλσταρ στην Ολλανδία και γρήγορα ξεχώρισε, παίρνοντας το 1991 την πρώτη του μεταγραφή για την ΑΖ Αλκμάαρ. Στην Ολλανδία αγωνίστηκε τελευταία φορά το 1995, όταν και πήρε οριστικά τον δρόμο της ξενιτιάς. Πρώτος σταθμός η Πορτογαλία και η Καμπομαϊορένσε, όπου αγωνίστηκε για μία σεζόν, πριν τον αποκτήσει η ισχυρή τότε Μποαβίστα, με την οποία έβαλε 20 γκολ σε 29 παιχνίδια πρωταθλήματος και κατέκτησε το Κύπελλο Πορτογαλίας του 1997, τον πρώτο του τίτλο ως ποδοσφαιριστής.
Οι εξαιρετικές του εμφανίσεις, οδήγησαν στην απόκτησή του από τη Λιντς Γιουνάιτεντ, έναντι 2 εκατομμυρίων Λιρών και ξεκίνησε μια μακρά πορεία στα Αγγλικά γήπεδα. Στη Λιντς τα πήγε καλά, βγαίνοντας και πρώτος σκόρερ τη δεύτερη σεζόν του στην ομάδα, μαζί με τον Ντουάιτ Γιορκ και τον Μάικλ Όουεν, με 18 γκολ. Ωστόσο, δε τα βρήκε με την ομάδα για την ανανέωση του συμβολαίου του, με αποτέλεσμα να ψάξει για τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.
Πήγε λοιπόν στην Ατλέτικο Μαδρίτης, η οποία κατέβαλε 10 εκατομμύρια Λίρες για να τον αποκτήσει. Παρότι σκόραρε πολύ (24 γκολ σε 34 παιχνίδια πρωταθλήματος), ο Χάσελμπαϊνκ βρέθηκε στην Ατλέτικο σε μία «μαύρη» χρονιά, αφού έφτασε μεν στον τελικό του Κυπέλλου, αλλά το έχασε από την Εσπανιόλ, ενώ στο τέλος της σεζόν υποβιβάστηκε κιόλας στη δεύτερη κατηγορία της Ισπανίας.
Ο υποβιβασμός του έδωσε το δικαίωμα να αποχωρήσει από την ομάδα έναντι μιας προσυμφωνημένης ρήτρας, της οποίας επωφελήθηκε η Τσέλσι, η οποία κατέβαλλε 15 εκατομμύρια λίρες για να τον αποκτήσει, ποσό που ήταν ρεκόρ τότε για το σύλλογο. Ο Ολλανδός σκοράρει και πάλι πολύ τις 4 σεζόν του στην Τσέλσι, που είναι και η καλύτερη περίοδος της καριέρας του. Συνολικά βάζει 87 γκολ σε 177 παιχνίδια. Με την Τσέλσι κατέκτησε τον δεύτερο τίτλο της καριέρας του, το Τσάριτι Σιλντ του 2000, με 2-0 απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ενώ ήταν και μέλος της ομάδας που ηττήθηκε στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας το 2002 από την Άρσεναλ με 2-0.
Παρότι ήταν παρών στην πρώτη χρονιά της εποχής Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι, γρήγορα έγινε κατανοητό πως τα χρόνια είχαν περάσει και δύσκολα ο Χάσελμπαϊνκ θα αποτελούσε κομμάτι της «επόμενης μέρας» των «Μπλε» του Λονδίνου. Έτσι, ο Ολλανδός έμεινε ελεύθερος και πήγε στη Μίντλεσμπρο, με την οποία έφτασε το 2006 σε ακόμη έναν χαμένο τελικό, αυτόν του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, όπου ηττήθηκε από τη Σεβίλλη.
Φεύγοντας από τη Μίντλεσμπρο αγωνίστηκε, όχι με μεγάλη επιτυχία είναι η αλήθεια, στην Τσάρλτον, πριν μεταπηδήσει στον τελευταίο σταθμό της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, την Κάρντιφ, στην οποία αγωνίστηκε τη σεζόν 2007-08, φτάνοντας και πάλι σε έναν χαμένο τελικό για το Κύπελλο Αγγλίας, όπου η ομάδα του ηττήθηκε με 1-0 από την Πόρτσμουθ.
Είναι φοβερό το πόσες φορές οι συγκυρίες στέρησαν περαιτέρω διακρίσεις από τον Χάσελμπαϊνκ και μάλιστα χωρίς καν να λαμβάνονται υπόψη οι τραυματισμοί που είχε στην καριέρα του. Μια αντίστοιχη περίπτωση είναι και η παρουσία του με την Εθνική Ολλανδίας, όπου είχε μόλις 23 συμμετοχές και 9 γκολ, αφού, παρότι η ποιότητά του δεν αμφισβητούνταν από κανέναν, έπεσε σε εποχή με απίστευτους επιθετικούς για τους «Οράνιε», με Κλάιφερτ, Φαν Νίστελροοϊ, Μακάαϊ και αρκετούς ακόμη να έχουν «προβάδισμα».
Ο Χάσελμπαϊνκ ασχολήθηκε και με την προπονητική, με μικρότερη επιτυχία, αφού έχει περάσει από τους πάγκους των Μπέρτον, Άντβερπ, ΚΠΡ και Νορθάμπτον μέχρι σήμερα. Μπορεί να μην κέρδισε πολλά ως παίκτης, έμεινε όμως στη συνείδηση του κόσμου ως ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ της εποχής του.