“Η Εθνική Δανίας σηκώνει το Ευρωπαϊκό του 1992 ερχόμενοι από παραλίες” είναι μια φράση που θα διαβάσει ή θα ακούσει κάποιος πολλές φορές στα αφιερώματα της διοργάνωσης.
Ας θυμηθούμε ποια ήταν η κατάσταση τότε πριν και πολύ πιο πριν το Euro της Σουηδίας.
Εκείνη η πορεία της Δανίας δεν ήταν τυχαία. Αποτέλεσε την βάση του μεταγενέστερου “θαύματος”.
Στα 80’ς ο Γερμανός Σεπ Πιοντεκ είχε δημιουργήσει μια ομάδα πο πειθαρχικά και τακτικά άγγιζε το τέλειο, έπαιζε ελεύθερο ποδόσφαιρο και ήταν κοντά στο “Total football” των Ολλανδών των 70’ς. Τόσο καλοί που ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον τόνισε γι’αυτούς ότι ήταν η καλύτερη ομάδα που είχε δει τα τελευταία 15 χρόνια τότε (1983, προκριματικά για το Euro). Το 1988 παρ’όλο που δεν κέρδισαν βαθμό οι Δανοί οπαδοί έβλεπαν το ταλέντο που υπήρχε.
1992 λοιπόν και δεν τα καταφέρνουν ούτε στα προκριματικά. Είχε ξεσπάσει πόλεμος του προπονητή Νίελσεν με τον αστέρα της ομάδας, Μίκαελ Λάουντρουπ με τον τελευταίο να αντιδράει στον συντηρητικό τρόπο παιχνιδιού της ομάδας. Ο Νίελσεν είχε επιβάλει έναν συντηρητικό τρόπο παιχνιδιού και ο παικταράς Μίκαελ δεν ψήνονταν καθόλου να παίξει υπό τις οδηγίες του. Υπήρχε ένας αναβρασμός και τότε σκάει η πρόσκληση: θα έπρεπε να παίξουν αντί της Γιουγκοσλαβίας. Δεν υπήρχε “όχι”. Θα προκαλούσε τεράστια ζημιά στην Ομοσπονδία. Στο μεταξύ ο προπονητής Νίελσεν σχεδίαζε να ανανεώσει την κουζίνα του σπιτιού του.
Η Γιουγκοσλαβία του Ίβιτσα Όσιμ είχε αποκλειστεί λόγω του εμφυλίου πολέμου. Μιας από τις πιο ταλαντούχες ομάδες όλων των εποχών. Μιγιάτοβιτς, Στόικοβιτς, Σαβίσεβιτς (Σάββας για τον Αλέφαντο) κοσμούσαν την ομάδα που αν συμμετείχε θα ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί τότε. H Γιουγκοσλαβία είχε τερματίσει πρώτη στα προκριματικά, με έναν βαθμό παραπάνω από την Δανία. O αποκλεισμός της ήταν από τις μεγαλύτερες αδικίες που έχουν συμβεί στον αθλητισμό γενικότερα.
Oι Δανοί δεν πανικοβλήθηκαν. Παρ’όλο που ήταν ανέτοιμοι, είχαν δώσει φιλικό αγώνα απέναντι στην ΕΣΣΔ και στα προκριματικά είχαν νικήσει την Γιουγκοσλαβία, οπότε είχαν πίστη στις δυνατότητές τους. Επίσης αρκετά σημαντικό ήταν ότι 10 από τους 11 παίκτες έπαιζαν ή είχανε παίξει την προηγούμενη χρονιά στην Μπρόντμπι που είχε πάει μέχρι τα ημιτελικά του UEFA. Στην τελική θα πήγαιναν και θα έπαιζαν απλά την μπαλίτσα τους χωρίς άγχος όπως είχε πει ο Τζον Γιένσεν.
Η συγκεκριμένη διοργάνωση ήταν η τελευταία που συμμετείχαν μόλις 8 ομάδες (δύο γκρουπ).
Στον όμιλο θα έπαιζαν με τους διοργανωτές Σουηδούς (δεύτερος αγώνας, ήττα), τους Άγγλους (πρώτος αγώνας, λευκή ισοπαλία) και τους Γάλλους (τρίτος αγώνας) των Καντονά, Ντεσάν και Μπλαν, την ομάδα που κέρδισε για πρώτη φορά όλους τους αγώνες στα προκριματικά. To 2-1 χάρισε την πρόκριση στους Δανούς και στα ημιτελικά βρίσκουν την πανίσχυρη Ολλανδία των Φαν Μπάστεν, Κούμαν, Γκούλιτ και του ανερχόμενου Ντένις Μπέργκαμπ. Την ομάδα που αποτελούνταν από παίκτες που είχαν σχεδόν όλοι κατακτήσει κάτι εκείνη την χρονιά με τους συλλόγους τους.
Οι Δανοί οδήγησαν τους Ολλανδούς στα πέναλτι (2-2 κανονική διάρκεια) όπου νίκησαν με 5-4. Ο ήρωας Σμάιχελ είχε επινοήσει ένα ανορθόδοξο τρόπο για να προστατεύσει την εστία του: θα πήγαινε μια φορά αριστερά, τρεις δεξιά.
Και στον τελικό έπεσε η μεγαλύτερη φάπα: 2-0 τους Γερμανούς. Ο Σμάιχελ έλεγε συνέχεια όχι, η ομάδα μετά το 1-0 απέκτησε τρομερή αυτοπεποίθηση και δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσουν.
Για πρώτη φορά είδαμε τότε την νέα μόδα που θα επικρατούσε οριστικά: το σύστημα των Δανών με τους τέσσερις στην άμυνα.
Ο Νίελσεν είχε μετατρέψει μια ομάδα που είχε αστέρες μεν αλλά τότε θα μπορούσε να ονειρεύονταν χωρίς περιορισμούς. Τα χαρακτηρικά της Δανίας τότε είχαν ομοιότητες με την Ελλάδα του Ρεχάγκελ: μηδενική φαντασία, θεάμα που προκαλούσε αποστροφή και σαδιστική αποτελεσματικότητα σε όποια ευκαιρία δημιουργούνταν.
Ήταν η Εθνική Δανίας των Σμάιχελ, Όλσεν, του Μπρίαν Λάουντρουπ και του τοπ σκόρερ Λάρσεν (με Ρίντλε, Μπέργκαμπ και Μπρόλιν) με μια εβδομάδα προετοιμασίας κατέκτησε το τρόπαιο παίζοντας μόλις 5 αγώνες μεν, αλλά αντιμετώπισε πολύ πιο έτοιμες ομάδες από αυτή.
Ήταν η Εθνική Δανίας που αγαπούσε τον Σμάιχελ τόσο πολύ.Τόσο πολύ του γυρνούσαν την μπάλα, ώστε είχε έρθει η ώρα να αλλάξει ο κανόνας.
Όπως είχε πει ο Βίλφορτ (σκόρερ στον τελικό και ο οποίος είχε χάσει το 7χρονο κοριτσάκι του από λευχαιμία κατά την διάρκεια της διοργάνωσης): “Δεν είχαμε τους καλύτερους παίκτες αλλά είχαμε την καλύτερη ομάδα”. Και χωρίς έναν από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο εκείνη την στιγμή, τον Μίκαελ Λάουντρουπ. Θα έχαναν τότε πολύ την αμυντική συνοχή τους. Γιατί μπορείς να έχεις τον καλύτερο παίκτη στον κόσμο αλλά να μην είσαι ομάδα.