Το “Cannibal Holocaust” ή αλλιώς το “Ολοκαύτωμα των Κανίβαλων” είναι μια ταινία του 1980 σε σκηνοθεσία του Ruggero Deodato και πρωταγωνιστούν οι Robert Kerman, Luca Barbareschi και άλλοι. Η ταινία αφηγείται την προσπάθεια ενός ανθρωπολόγου από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, του καθηγητή Harold Monroe, να βρει τα ίχνη τεσσάρων μελών ενός συνεργείου ντοκιμαντέρ που είχαν πάει στον Αμαζόνιο για να μαγνητοσκοπήσουν φυλές καννιβάλων, εκεί όπου «κανένας λευκός δεν είχε πατήσει το πόδι του». Με τη βοήθεια δύο ντόπιων οδηγών που γνωρίζουν τη ζούγκλα, την «Πράσινη Κόλαση», καλύτερα από τον καθένα και αφού έρχονται και οι ίδιοι με πρωτόγονες φυλές καταφέρνουν να βρουν το υλικό που είχε κινηματογραφήσει το συνεργείο. Γυρνώντας στη Νέα Υόρκη, ένα τηλεοπτικό στούντιο θέλει διακαώς να προβάλει το υλικό στο κοινό του, ωστόσο, ο καθηγητής έχει αντιρρήσεις, οι οποίες εντείνονται ακόμη περισσότερο, καθώς μας προβάλλεται το αρχειακό υλικό, σε μορφή flashback και βλέπουμε τις περιπέτειες των 4 μελών του συνεργείου μαζί με τον οδηγό τους και πώς κατέληξαν να έχουν το φινάλε που έχουν.
Η δομή της ταινίας ξεφεύγει από την κλασσική τρίπρακτη δομή. Ενώ αρχικά παρακολουθούμε την ιστορία του ανθρωπολόγου Harold Monroe και τις περιπέτειες που αντιμετωπίζει στην «Πράσινη Κόλαση», με το που βρίσκει το υλικό που είχε κινηματογραφήσει το συνεργείο και επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, το βάρος μετατοπίζεται σε εκείνους και γίνονται εκείνοι οι πρωταγωνιστές των οποίων ακολουθούμε τα βήματα. Άλλη πρωτοπορία της ταινίας παρατηρείται στη χρησιμοποίηση του «χαμένου αρχειακού υλικού» και πώς αυτό λειτουργεί στην εξέλιξη της ταινίας. Το υλικό που βρίσκει ο καθηγητής, και μας παρουσιάζεται ως η πραγματική ζωή που έζησαν τα τέσσερα μέλη του συνεργείου, είναι ο καθοριστικός παράγοντας που ωθεί την ταινία και ο οποίος μας κινεί ακόμα περαιτέρω την προσοχή. Αυτή η χρήση του χαμένου αρχειακού υλικού, ως «πραγματικότητα», έγινε ευρέως γνωστή μέσω του “The Blair Witch Project”, ωστόσο, είμαστε σίγουροι πώς οι δημιουργοί του είχαν ως έμπνευση το “Cannibal Holocaust”. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον της όλης υπόθεσης είναι, πώς το “The Blair Witch Project” αντέγραψε το “Cannibal Holocaust” και στον τρόπο προώθησης της ταινίας. Πιο συγκεκριμένα, τα τέσσερα μέλη του συνεργείου είχαν υπογράψει συμβόλαιο με την εταιρία παραγωγής έτσι ώστε να μην εμφανιστούν πουθένα, σε κανένα δημόσιο μέσο, για ένα χρόνο, έτσι ώστε να εντυπωθεί στο κοινό η ιδέα πώς το αρχειακό υλικό που βρήκε ο καθηγητής ήταν πράγματι αληθινό και πώς τα 4 μέλη του συνεργείου όντως είχαν πεθάνει στον Αμαζόνιο. Αντίστοιχα, στο “The Blair Witch Project”, δεν αναγράφονταν τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών και η προώθηση της ταινίας στηρίχτηκε πάνω στο γεγονός πώς απλά έκαναν μοντάζ στο υλικό που βρήκε ένας τυχαίος άνθρωπος στο δάσος. Βέβαια, ο Deodato αντιμετώπισε κατηγορίες για φόνους κατά τη διάρκεια της ταινίας, για αυτό αναγκάστηκε να αποκαλύψει τους ηθοποιούς στη δημόσια σφαίρα.
Παρόλα αυτά, η ταινία είναι ευρύτερα γνωστή για την ακραία ωμότητα με την οποία παρουσιάζονται οι σκηνές καννιβαλισμού αλλά και οι σκηνές όπου βασανίζονται και ξεκοιλιάζονται ζώα. Ειδικά οι σκηνές με τα ζώα, είναι όλες αληθινές, καθώς διάφορα ζώα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της ταινίας. Πιο χαρακτηριστική σκηνή είναι φυσικά το ξεκοίλιασμα της χελώνας, το οποίο το βλέπουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα στις οθόνες μας. 6 ζώα σκοτώνονται κατά τη διάρκεια της ταινίας(7 στην πραγματικότητα, γιατί για τη σκηνή με το σκότωμα της μαϊμούς έπρεπε να την ξαναγυρίσουν, οπότε χρειάστηκε να σκοτώσουν κι άλλη μαϊμού). Πάντως, κατά τη διάρκεια του ξεκοιλιάσματος της χελώνας, ένας εκ των πρωταγωνιστών έκλαιγε και έπρεπε να σταματήσουν τα γυρίσματα για να ηρεμήσει, ενώ για τον πυροβολισμό του γουρουνιού, κανονικά ήταν να τον κάνει άλλος ηθοποιός, ο οποίος όμως αρνήθηκε.
Παρά την κριτική και τη λογοκρισία που η ταινία δέχτηκε σε αρκετές χώρες(σε κάποιες είναι ακόμα απαγορευμένη), η ταινία έχει βρει τεράστια απήχηση στο κοινό των horror films. Ωστόσο, εκθειάζεται και από αρκετούς κριτικούς αλλά και σκηνοθέτες(με κορυφαίους εξ’αυτών των συμπατριώτη του Deodato, Sergio Leone) για την αμεσότητα της και κυρίως για τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει. Σύμφωνα με αρκετούς κριτικούς, η άποψη που επικρατεί(και εμένα προσωπικά με βρίσκει σύμφωνο) είναι πώς η ταινία είναι ένα κοινωνικό σχόλιο στην αντιπαράθεση του Δυτικού πολιτισμού σε σύγκριση με αυτόν των πρωτόγονων φυλών. Προσοχή! Όχι για να στηλιτεύσει την ανωτερότητά μας απέναντι προς τους πρωτόγονους καννίβαλους, αλλά για να αναρωτηθεί στην τελευταία σκηνή της ταινίας «ποιοι είναι οι πραγματικοί καννίβαλοι». Και όλο αυτό είναι έκδηλο στο δεύτερο μέρος της ταινίας. Ενώ ως τότε έχουμε δει τους καννίβαλους να μην μπορούν να αντιληφθούν τις αξίες της ζωής, σκοτώνοντας ή θυσιάζοντας ανθρώπους, στη συνέχεια παρατηρούμε πώς ο λευκός άνθρωπος ίσως είναι στην ουσία ο πρωτόγονος, που βρίσκοντας μια παρθένα γη, θέλει να εκμεταλλευτεί ότι περισσότερο μπορεί από αυτήν και να βγάλει κέρδος ο ίδιος. Αυτό γίνεται εμφανές από τα συνεχή σχόλια των μελών του συνεργείου, ότι μέσω αυτού του ντοκιμαντέρ θέλουν να γίνουν πλούσιοι, καθώς επίσης και από τις ακρότητες στις οποίες προβαίνουν οι “λευκοί” και “πολιτισμένοι”, προκειμένου να έχουν πιο δυνατό υλικό για να μπορούν να προβάλλουν όταν θα γυρίσουν πίσω στον πολιτισμό. Οι συγκρίσεις πάντως μεταξύ Δύσης και Αμαζονίου φαίνονται και από τα πλάνα από τη μια των τεράστιων ουρανοξυστών και από την άλλη με τις απέραντες, αχανείς δασικές εκτάσεις.
Κλείνοντας, ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε και στη μουσική του Riz Ortolani, η οποία, σε αντίθεση με τα κλασσικά horror movie που έχουμε συνηθίσει στον mainstream κινηματογράφο, ξεφεύγει από τις κλασσικές νόρμες. Έτσι λοιπόν, δεν έχουμε μόνο μουσικές και ήχους που μπορούν να μας προκαλέσουν τον τρόμο, αλλά αντίθετα σε σκηνές απίστευτης βιαιότητας μπορεί να έχουμε μια ήρεμη, ελεγειακή μουσική, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με την εικόνα που μας παρουσιάζεται στην οθόνη. Αλλά και στις πιο ακραίες σκηνές, η χρήση ειδικά των πλήκτρων, θυμίζει αρκετά σε post-punk και dark wave, που εκείνη την περίοδο ήταν στα φόρτε τους.